20 Ιαν 2011

Αμπελάκια, η ιδιαίτερη κοινότητα


Αν στη φιλονικία μεταξύ Ολύμπου και Κισάβου επιστρατεύονταν και οι παραδοσιακοί οικισμοί, το θεϊκό βουνό θα πρόβαλλε οπωσδήποτε τον Παλαιό Παντελεήμονα. Και σίγουρα το βουνό των καστανιών θα απαντούσε στην πρόκληση με τα Αμπελάκια, μια λιθόκτιστη γειτονιά στην καταπράσινη πλαγιά που έχει στον οργανισμό της το γονίδιο της πρωτοπορίας και αυτό φαίνεται και στο παρουσιαστικό της. Πώς αλλιώς θα υπήρχε εδώ ένας από τους πιο επιβλητικούς ιδιωτικούς χώρους στην ηπειρωτική Ελλάδα, το αρχοντικό Σβαρτς.


Δεν είναι και τόσο εύκολο να αποχωριστείς το γεμάτο συγκινήσεις τοπίο των Τεμπών, αν δεν ανηφορίσεις προς τα Αμπελάκια, ένα ιδιαίτερο χωριό, μια από τις μέχρι πρότινος αυτόνομες κοινότητες, που λόγω ακριβώς αυτής της ιδιαιτερότητάς του αποτελεί μαζί με το Νυμφαίο της Φλώρινας, το Πάπιγκο στα Ζαγοροχώρια, τη Μακρινίτσα του Πηλίου, την Οία της Σαντορίνης, τον Πάνορμο της Τήνου και την Ολυμπο της Καρπάθου των «Ελλήνων τις κοινότητες», τα χωριά-σταρ που ξεσηκώνουν το ένστικτο του ταξιδιώτη. Τα Αμπελάκια όμως έχουν να κάνουν περισσότερο με συντροφία παρά με κοινότητα. Και το όνομα του χωριού είναι παραπλανητικό _ μπορεί να το οφείλει όντως στα αμπέλια που το περιτριγύριζαν στους παλιούς καιρούς. Αλλά τη φήμη του τη χρωστά σε ένα ταπεινό φυτό, το ριζάρι.

19 Ιαν 2011

Η Ακτή της Αφροδίτης στην Πάφο


Ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος βρέθηκε στην Ακτή της Αφροδίτης και στην Πέτρα του Ρωμιού στα μέρη της Πάφου, στην Κύπρο, αναζητώντας το φυσικό σκηνικό της νέας ταινίας του, «Άλλη Θάλασσα». Και πράγματι, αυτή είναι μια άλλη θάλασσα.
«Η Κύπρος είναι η αληθινή πατρίδα της Αφροδίτης. Ποτέ δεν είδα νησί με τόση θηλύτητα, ποτέ δεν ανάπνεψα αέρα τόσο γεμάτο μ’ επικίντυνες, γλυκύτατες συμβουλές» γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης. Πράγματι η Αφροδίτη πλάστηκε για την Κύπρο και η μεγαλόνησος για τη θεά. Και τελικά δεν ξέρεις που τελειώνει ο μύθος και που αρχίζει η γεωγραφία, που τελειώνει η Αφροδίτη και που αρχίζει η Κύπρος. Ή μήπως, τελικά είναι ένα; Το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, το ίδιο και το αυτό σώμα, η ίδια και η αυτή ψυχή, ειδικά εδώ, στα μέρη της Πάφου, όπου είναι η κοιτίδα της λατρείας της θεάς και το πνεύμα της συνεχίζει να πλανάται πάνω στην ακτογραμμή, από την Πέτρα του Ρωμιού, την ακτή όπου αναδύθηκε η θεά μέσα από τους αφρούς, μέχρι το άκρον του Ακάμα, στα Λουτρά της Αφροδίτης όπου λουζόταν και ερωτοτροπούσε με τον Άδωνη.
Εδώ, το κλίμα το διαμορφώνει η θάλασσα, η ίδια θάλασσα, η πολύφερνη Μεσόγειος, που έφερε και την Αφροδίτη στις ακρογιαλιές της Πάφου, μαζί με τα καράβια του Αγαπήνορα, του βασιλιά της Τεγέας. Η αύρα που δημιουργεί αυτά τα κύματα που μάχονται με την Πέτρα του Ρωμιού, έχει κάτι το ολότελα ιδιαίτερο. Το αισθάνθηκε ο Κώστας Ουράνης και το έγραψε τους «Γλαυκούς Δρόμους»: «Στο νησί αυτό ανταμώνονται οι καθάριες πνοές της Μεσογείου, οι θερμές πνοές της Αφρικής κι οι ηδονικές αύρες της Ιωνίας. Ο συγκερασμός τους κάνει τον αέρα της Κύπρου να ’χει δεν ξέρω τι το χαϊδευτικό, το ζωογόνο και λαγγεμένο μαζί. Συλλογίζεται κανείς πως αν οι αρχαίοι τοποθέτησαν τη γέννηση της Αφροδίτης στην Κύπρο και όχι πουθενά αλλού, θα ’ταν γιατί θα τους είχε θέλξει ιδιαίτερα η ατμόσφαιρά της, γιατί η ίδια η Κύπρος θα τους είχε κάνει την εντύπωση γυναικείας χάρης και γλυκύτητας».

13 Ιαν 2011

Οι ήχοι του χειμώνα στα Πιέρια και το Ελατοχώρι

Απ΄ όλα τα όρη που παρεπιδημούσαν οι μούσες, τα Πιέρια φαίνεται ότι τους ταιριάζουν περισσότερο, γιατί αυτά τα ξωτικά της μουσικής, δεν μπορεί παρά να περιπλανιόνταν ανάμεσα στις τόσες χαρακτηριστικές νότες αυτών των βουνών, που αποτελούν το πιο γοητευτικό μπαλκόνι απέναντι στον θρόνο του πατέρα τους, και πατέρα των θεών και των ανθρώπων, του Δία.

Το Παλιό Ελατοχώρι, αριστερά του δρόμου, είναι ένας ατμοσφαιρικός παραδοσιακός οικισμός, ενώ το νέο Ελατοχώρι ένα σύγχρονο χειμωνιάτικο θέρετρο με απίστευτη θέα. Διαλέγετε και παίρνετε. Πιστεύουμε όμως ότι θα διαλέξετε και τα δύο, αφού το ένα συμπληρώνει το άλλο και τα δύο μαζί δημιουργούν μια πλήρη ενότητα, ικανοποιητική για κάθε επιθυμία.

Οι ήχοι στο Παλιό Ελατοχώρι είναι η μελωδία της φύσης. Στην πλατεία με τη μεγάλη καρυδιά, τα ξερά καρύδια πέφτουν στο πλακόστρωτο με έναν μονότονα ωραίο ήχο. Προηγείται το σφύριγμα του αγέρα στα κλαδιά και μετά το «τακ» των καρυδιών. Περπατάτε στο δρόμο με τις ταβέρνες και τραβάτε ανάμεσα στα παλιά, πετρόκτιστα, σπίτια για τη ρεματιά. Κάπου υπάρχει η πινακίδα προς τον αναστυλωμένο νερόμυλο. Τώρα ακούγεται η ροή του γάργαρου νερού από τους τρεις κρουνούς της βρύσης στο κέντρο του χωριού. Αν είναι πρωί, οι δροσοσταλίδες λάμπουν πάνω στα κόκκινα μήλα και καμιά φορά όταν γυρίσετε την πλάτη για να συνεχίσετε το δρόμο σας, ακούτε τους γλυκούς καρπούς να ταράζουν τη χειμερινή ησυχία της φύσης με την ελεύθερη πτώση τους. Αυτή η ησυχία γίνεται τέλεια κάτω στη ρεματιά, όταν συνηθίζετε τον ρουν του νερού και ξεχωρίζετε ακόμη και το σύρσιμο της καφέ και κίτρινης σαύρας πάνω στα υγρά φύλλα.

7 Ιαν 2011

Ζήρεια: Από λίμνη σε λίμνη

ΜΕ ΤΗ ΛΥΡΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ
Στα αφτιά μας ηχεί καλύτερα το σλαβικό όνομα του βουνού: Ζήρεια. Ισως η καταγωγή του να είναι ταπεινή _ πιθανόν να προέρχεται από τη λέξη ζήρι που σημαίνει βελανίδι _ αλλά μας ηχεί πιο ποιητικό και ταιριάζει σε μια καλλονή. Και είναι και πιο μουσικό, αφού εδώ, σε τούτο το βουνό, σκορπίστηκαν στον αιθέρα για πρώτη φορά οι νότες της μουσικής. Ο Ερμής, μωρό ακόμη, κατασκεύασε το πρώτο μουσικό όργανο, μια λύρα από καύκαλο χελώνας και με χορδές από τα νεύρα των βοδιών του Απόλλωνα που έκλεψε, και άρχισε να παίζει μουσική. Στην περιγραφή μας όμως θα χρησιμοποιήσουμε το αρχαίο ελληνικό όνομά του: Κυλλήνη. Γιατί θα μιλήσουμε για όλα εκείνα που έδωσαν στο βουνό αυτό το όνομα. Οχι βέβαια για τις θεϊκές κορυφές της («Κυλλήνης Δία κάρινα», όπως τις θέλει ο Ομηρικός Υμνος στον Ερμή) αλλά για τις κοιλότητές της, τις λίμνες, τα δάση και τα οροπέδια που κρατούν στην αγκαλιά τους κεραμοσκεπή χωριά και πολύτρουλα μοναστήρια.

6 Ιαν 2011

Οι καλικάντζαροι είναι ακόμη εδώ...


Οι καλικάντζαροι περνούν τις τελευταίες ώρες τους για εφέτος πάνω στη Γη, αλλά οι «σκαλαπούνταροι» - όπως τους λένε στην Κύπρο - του χαράκτη Χαμπή Τσαγγάρη παραμένουν συνεχώς ανάμεσά μας και μάλιστα ταξιδεύουν και σε άλλες γωνιές του Πλανήτη. Το άντρο τους βρίσκεται στο χωριό Πλατανίστεια της Πάφου. Εκεί χαράχτηκαν, εκεί παραμένουν εκτεθημένοι στο Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή, εκεί πριονίζουν τα ξενόφερτα ξωτικά. Ο Χαμπής γράφει με την κυπριακή προφορά του: «Ο Santa Claus εγίνην σήμερα, δυστυχώς, ο Άης Βασίλης «μας». Πόθθεν ως τα πόθθεν; Πού εχάθην ο Άης Βασίλης των γοννιών μας τζαι των παππούων μας; Να μεν γινούν τζαι τα ξωτικά της κεντρικής και βόρειας ή δυτικής  Ευρώπης οι δικοί «μας» καλικάντζαροι. Μη κακόν! Σεβασμός στον ξένον,εκτίμηση τζαι θαυμασμός στες ωραίες εικονογραφήσεις του, αλλά εμείς έχουμεν τους καλικάντζαρούς μας. Είδαν τους δικοί μας αθθρώποι στην κυπριακήν φύσην τζι' επεριγράψαν τους».

«Εχωρκογύρισα την Κύπρο τζαι τόπους του εξωτερικού τζι επεριπλανήθηκα πολλά σε έντυπα, να δω τους καλικάντζαρους, με πολλήν ευχαρίστησιν, αφού εμάθθαινα νέα πράματα» σημειώνει ο Χαμπής στον πρόλογο του δίτομου έργου του. Γιατί αυτό ήταν το αποτέλεσμα του πενταετούς «παιξιμιού» του: το βιβλίο και λεύκωμα μαζί «Οι καλικάντζαροι τζαι το παιξίμιν» (2005). Φαίνεται όμως ότι αυτό το παιχνίδι με τους καλικάντζαρους του άρεσε πολύ, γιατί ετοίμασε δυο ακόμη βιβλία,  «Καλικάντζαροι - κυπριακές ιστορίες» (2006), μεταφρασμένο σε αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, με νέες ιστορίες και νέες εικόνες και ένα πιο συνοπτικό, «Καλικάτζαροι, ιστορίες στα κυπριακά» (2007). Γιατί η λαογραφική μελέτη είναι εξαντλητική και απολαυστική έτσι όπως είναι γραμμένη στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά μην ξεχνάμε ότι ο δημιουργός είναι χαράκτης και η εικονογράφηση φανταστικών πλασμάτων ήταν μια πρόκληση γι' αυτόν. Και νομίζουμε ότι οι δικές του ασπρόμαυρες εικόνες στο πρώτο βιβλίο και με χρώμα στο δεύτερο, σχεδιασμένες στον υπολογιστή στα πρότυπα του θεάτρου σκιών, είναι πιο κοντά από όλες τις προηγούμενες στην «πραγματικότητα» των καλικάντζαρων. Αν υπάρχουν καλικάντζαροι οι εικόνες τους θα είναι έτσι όπως τις φαντάστηκε ο Χαμπής.

Οι μεταξοτυπίες των καλικαντζάρων έφυγαν τους προηγούμενους μήνες από το Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή στα Πλατανίστεια και ταξίδεψαν στο Παρίσι και στην Πόλη του Μεξικού, όπου ο Χαμπής κλήθηκε από την Ενωση Δημοσιογράφων Μεξικού να μιλήσει για τα ξωτικά της Κύπρου, για τα ελληνικά ξωτικά.





1 Ιαν 2011

ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΣΟ Στην πλώρη να το μάλαμα, στην πρύμη το λουάρι…

«Παλικάρι, παλικάρι, να ’ρκεται με το καράβι» φώναζε τότε στο νησί η ναννά (νονά) η Φουλιά όταν μας έβλεπε και μας καμάρωνε. Είχε γεννηθεί μέσα στην εποχή των καραβιών – τέλη 19ου , αρχές 20ου αιώνα – όταν η πιο αξιοζήλευτη θέση στην κοινωνία της Κάσου, ήταν να έχεις δικό σου καράβι. Βέβαια τότε που μεγαλώναμε εμείς, οι καραβοκύρηδες είχαν γίνει εφοπλιστές κι είχαν μισέψει από το νησί για τις μεγάλες πολιτείες του κόσμου, αλλά και πάλι η πιο καλή ευχή για το μέλλον ενός παιδιού είχε να κάνει με τα βαπόρια και την κυρίαρχη τέχνη να σε υπακούουν. Έτσι κανάκευαν τα μωρά: «Κοιμήσου καπετάνο μου, ύπνο ελαφρό να πάρεις, να μεγαλώσεις να (γ)ενείς με(γ)άλος αμιράλης ». Όλα αυτά, η Μπόλη, η Αγγλιτέρα, τα πανιά, τα σχοινιά, η θάλασσα, τα καράβια, ο κυρ Βοριάς, αποτυπώνονται φυσικά μέσα στα κασιώτικα κάλαντα της πρωτοχρονιάς, τις πιο θερμές ευχές που μπορούσε να προφέρει κανείς, σε μια τόσο σημαντική στιγμή, όσο η αρχή του νέου έτους. Μέσα σε αυτές, αποτυπώνονται οι αξίες που αναγνώριζε ως τις πιο σημαντικές η παραδοσιακή κοινότητα για τον αφέντη, την κερά, τον υιό, την κόρη – εμμέσως και για το γαμπρό – τη βαΐτσα.

Εμείς όμως δεν βλέπαμε έτσι τα κάλαντα. Πρώτα απ’ όλα ήταν η σοβαρότερη χορηγία – μαζί με τις πρωτοχρονιάτικες «καλές χέρες» των συγγενών – υπέρ του παιδικού βαλαντίου. Ήταν όμως και ένα βήμα απελευθέρωσης. Οι πιο μικροί – οι οποίοι δεν μπορούσαν να αποστηθίσουν όλους αυτούς τους στίχους – περιορίζονταν στη γειτονιά τους, ψέλνοντας:

Κάλαντα, κάλαντα, επρήστει η κοιλιά μου,
βόκε (δώσε) μου τα φράγκα μου, να πάω στη βουλειά (δουλειά) μου.

Αλλά και όταν μαθαίναμε αρκετούς στίχους, έπρεπε να μεγαλώσουμε ακόμη για να κάνουμε το αποφασιστικό βήμα: να βγούμε στα κάλαντα και σε άλλα χωριά. Έπρεπε να συμπτήξουμε πιο δεμένη κομπανία, να έχουμε φακό και ραβδί και βέβαια μεγάλη όρεξη για ποδαρόδρομο.

-Να τα πούμε;

-Πείτε τα…

Έτσι φτάναμε στην ευτυχία της μοιρασιάς με το σύστημα «ένα σου, ένα μου». Κι όταν ξαπλώναμε κατάκοποι και ευτυχισμένοι ακούγαμε μέσα στη νύχτα τη μουσική της λύρας, του λαούτου και των φωνών των μεγάλων. Αυτοί γλεντούσαν σε κάποιο καφενείο και μετά έβγαιναν και αυτοί στα κάλαντα. Δεν ρωτούσαν, αλλά τα έλεγαν στο δρόμο και σταματούσαν έξω από το κάθε σπίτι. Τα όργανα και οι φωνές σιωπούσαν όταν έφταναν κοντά σε πενθισμένο σπίτι. Και άρχιζαν παρακάτω. Οι πόρτες άνοιγαν και τα κεράσματα ενίσχυαν το κέφι των καλαντιστών που εκτός από τα κάλαντα έλεγαν και αυτοσχέδιες μαντινάδες. Μετά, συνέχιζαν το δρόμο τους και άρχιζαν πάλι από την αρχή:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

ψηλή μου δεντρολιβανιά

κι αρχή καλός σας χρόνος

εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.

Άγιος Βασίλης έρχεται

άρχοντες το κατέχετε

από την Καισαρεία

συ ’σαι αρχόντισσα κυρία.

Βαστά εικόνα και χαρτί

ζαχαροκάντιο ζυμωτί

χαρτί και καλαμάρι

δες κι εμέ το παλικάρι.

Το καλαμάρι έγραφε

πολίτικέ μου καντιφέ

και το χαρτί ομίλει

άσπρε μου καθάριε κρίνε.

Που πάνω στα βλαστάρια σου

κοιμούνται με τη μάνα σου

γούρνες και πηγαδάκια

μαύρα μου γλυκά ματάκια.

Και κατεβαίνα πέρδικες

γαρυφαλιές λεβέντικες

κι ερένα και νερένα

και ρόδοσταμο ερένα.



Κι ερένα τον αφέντη σας

τον μπέη το λεβέντη σας

τον πολυχρονισμένο

που στην Μπόλη ξακουσμένος.

Εσού σου πρέπει αφέντη μου,

μπέη μου και λεβέντη μου,

καριόλα να κοιμάσαι,

βελούδο να σκεπάζεσαι

να μη κρυολο(γ)άσαι.

Και πάλι ξανά πρέπει σου

καρέγλα καρυδένια

για ν’ ακουμπάς τη νιότη σου

τη μαργαριταρένια.

Και πάλι ξανά πρέπει σου

καράβι ν’ αρματώσεις

στην Αγγλιτέρα να το πας

φλουρί να το φορτώσεις.

Στη πλώρη να το μάλαμα

στη πρύμη το λουάρι

και τα πανιά και τα σχοινιά

σαφί μαργαριτάρι.



Επόπαμε τ’ αφέντη σας

ας πούμε της κεράς σας.

Κερά ψηλή, κερά λιγνή,

κερά καμαροφρύδα,

που ΄χεις τον ήλιο πρόσωπο

και το φεγγάρι στήθος

και του κοράκου το φτερό

έχεις καμαροφρύδι.



Επόπαμε και της κεράς

ας πούμε και του γιου σας.

Έχετε γιο στα γράμματα

που σύρνει το κοντύλι,

να του το ’ξιώσει ο Θεός

να βάλει πετραχήλι.



Επόπαμε και του υιού,

ας πούμε και της κόρης.

Έχετε κόρη όμορφη

γραμματικός τη θέλει

μ’ αν είναι και γραμματικός

πολλά προυκιά (γ)υρεύγει.

(Γ)υρεύγει αμπέλια ατρύγιτα,

αμπέλια τρυγισμένα,

(γ)υρεύγει μύλους δώδεκα

μ’ όλους τους μυλωνάδες

(γ)υρεύει και τη θάλασσα

μ’ όλα της τα καράβια

(γ)υρεύγει και τον κυρ βοριά

να τα καλαρμενίζει.



Επόπαμε της κόρης σας

ας πούμε τις βαΐτσας.

Άψε βαΐτσα το κερί

κι ανέβα και κατέβα,

φέρε πανέρι κάστανα,

πανέρι πορτοκάλια

κι αν έχει κίτρο κόψε το,

κάμε το με το μέλι

γιατί ’μαστε στα κάλαντα

κι ’μαστε φραγκιασμένοι•

για δώσε μας τον πετεινό,

για δώσε μας την κότα,

για δώσε μας το τάλαρο

να βγούμε από την πόρτα.



Ιστορικό και Λαογραφικό Αρχείο Κάσου – Συλλογή Νικόλα και Ευγενίας Μαστροπαύλου

Κι αρχή καλός σας χρόνος...

«Εσού σου πρέπει αφέντη μου
- μπέη μου και λεβέντη μου -
καράβι ν' αρματώσεις,
στην Αγγλιτέρα να το πας
φλουρί να το φορτώσεις.
Στην πλώρη να' το μάλαμα,
στη πρύμη το λουάρι
και τα πανιά και τα σχοινιά
σαφί μαργαριτάρι»...
Αυτή ήταν η μεγάλη εξόρμηση, κάτι σαν τελετή ενηλικίωσης, όπως το πρώτο μπάνιο στη θάλασσα χωρίς την επιτήρηση των γονιών: τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς και στα άλλα χωριά του νησιού, με σκούφο, φακό και ραβδί για τα άγρια ποιμενικά σκυλιά της Αγίας Μαρίνας. Γιατί αυτή η εξόρμηση δεν ήταν τελείως ακίνδυνη, ένα απλό παιδικό παιχνίδι. Το περιγράφει πολύ γλαφυρά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Της Κοκκώνας το σπίτι»:

«Η τελευταία ζυγιά, ήτις κατήλθε, συνίστατο από τον Στάμον και τον Αργύρην, δύο φρονίμους παίδας. Ούτοι δεν εμάλωναν, αλλ’ εσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τι να κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα εμάζωναν εκείνην την βραδιάν [σ.σ. από τα κάλαντα].
- Να φτιάσωμε κι’ ένα σκεπαρνάκι, βρε.
- Να κόψουμε μια λεύκα.
- Να πάρουμε φλαμούρι, να κάμουμε καράβι.
- Να βγάλουμε από τον πεύκο τ’ Αλμπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα.
- Εσύ θα είσαι μαραγκός, κι’ εγώ πρωτομάστορας».

Στα λόγια και στη σκέψη των παιδιών δυο διαφορετικών νησιών, σε διαφορετικές εποχές, υπήρχε η υπέρτατη διάκριση των κοινωνιών τους: Να αρματώσουν καράβι και να οργώνουν τις θάλασσες φέρνοντας πλούτη πίσω στο νησί. Προς το παρόν όμως τα χρυσά και τα μαλάματα, τα δικά μας πλούτη, ήταν οι δραχμές από τα κάλαντα και τις «καλές χέρες» της πρωτοχρονιάς, με πιο ξεχωριστό το ασημένιο τότε εικοσάρικο που μας φιλοδωρούσε ο ηλικιωμένος, πραγματικός, εφοπλιστής. Έτσι, κατάκοποι από τη μεγάλη εξόρμηση, βυθιζόμασταν στον πιο γλυκό ύπνο, μέχρι που στο βάθος ακούγονταν οι λύρες και οι φωνές της κομπανίας των μεγάλων που έβγαιναν κι αυτοί τα μεσάνυχτα για να καλαντίσουν:

Άψε βαΐτσα το κερί
κι ανέβα και κατέβα,
φέρε πανέρι κάστανα
πανέρι πορτοκάλια
κι αν έχεις κίτρο κόψε το
κάμε το με το μέλι
γιατί ’μαστε στα κάλαντα
κι ήμαστε φραγγιασμένοι.
Για δώσε μας τον πετεινό
για δώσε μας την κότα
για δώσε μας το τάλαρο
να βγούμε από την πόρτα.

Και του χρόνου…