23 Σεπ 2011

Ύδρα, άστρο του φθινοπώρου



Eνα από τα πιο γοητευτικά συστατικά της Yδρας είναι το πηγαινέλα των σκαφών μπροστά ή μέσα σε ένα γοητευτικό σκηνικό. Είναι, βλέπεις, που το νησί απεχθάνεται τα αυτοκίνητα και η επικοινωνία γινόταν πάντα με φιλικά προς το περιβάλλον μέσα, κυρίως διά θαλάσσης. Οι καροτσέρηδες σπρώχνουν ακόμη τα πρωτόγονα οχήματά τους, οι αγωγιάτες κανακίζουν τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τους.


Τα θαλασσινά ταξί δεν ανοίγουν πια πανί, αλλά πηγαινοέρχονται έχοντας κάτι από τη νευρικότητα των αθηναϊκών _ τροχοφόρων _ ταξί. Απλώς, είναι διαφορετικό να τα βλέπεις να εισβάλλουν στο λιμάνι αφήνοντας έναν αφρισμένο ποταμό πίσω τους, μέσα από το στενό σοκάκι που αφήνουν οι πετροκτισμένοι τοίχοι του αρχοντικού του Ιάκωβου Τομπάζη και του παρακείμενου, διατηρητέου φυσικά, απλού σπιτιού. Οταν περιδιαβάζεις έναν από τους καλύτερα διατηρητέους παραδοσιακούς οικισμούς στην Ευρώπη, τότε η ομορφιά καθαγιάζει τα πάντα.


Καθώς παρακολουθείς το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα από το Καμίνι, με το νησάκι του Αγίου Νικολάου σε πρώτο πλάνο και τους λόφους της Πελοποννήσου στο φόντο, δέχεσαι αυτά τα «επιθετικά» ταχύπλοα να χαράζουν τον χρυσαφένιο καθρέφτη της θάλασσας. Και όχι μόνο τα δέχεσαι, αλλά παραδέχεσαι ότι είναι συστατικό της εξαίσιας εικόνας και ανυπομονείς να φανούν. Και ποτέ δεν περιμένεις πολύ...

11 Σεπ 2011

Ποπ αρτ στο Κλήμα της Μήλου


Το καράβι για την άκρη του νοτίου Αιγαίου έπιανε πάντα Μήλο και μέρα. Ετσι βλέπαμε καθαρά πρώτα τις Αρκούδες και μετά το Κλίμα, καθώς ταξίδευε γιαλό-γιαλό, μέσα στον κόλπο, για τον Αδάμαντα. Ο εντυπωσιακός βράχος, που θυμίζει τόσο πολύ όρθια στα δυο της πόδια άγρια αρκούδα, είναι μια από τις πολλές εκπλήξεις που εγκυμονεί το σώμα της Μήλου, τα σπλάχνα της, που κρύβουν τόσο μυστήριο, όσο αφήνει να φανεί το ύψος της Αφροδίτης της Μήλου – παιδί κι αυτό των σωθικών του νησιού – που το κράτησε για αιώνες σε μια σπηλιά στα τείχη της αρχαίας πόλης, ίσια πάνω από το Κλίμα, κοντά στην Τρυπητή, όπου την ανακάλυψε ένας γεωργός και την απήγαγαν οι Γάλλοι.


Και το Κλίμα, αυτή η ζωγραφιά με έντονα χρώματα, έχει να κάνει με τον εσωτερικό κόσμο της Μήλου, αφού αυτά τα σύρματα για τις βάρκες – με το κατώφλι τους πάνω στο κύμα – είναι τα πιο πολλά υπόσκαφα στο μαλακό πέτρωμα, το ίδιο που είναι σκαμμένες και οι κατακόμβες πιο πάνω, ανάμεσα στο Κλίμα και στο σημείο που βρέθηκε το άγαλμα της Αφροδίτης, άλλο ένα μοναδικό, υπόγειο, αξιοθέατο του νησιού.


Μα και το ίδιο το ταξίδι, εκείνο που κάναμε τότε με το καράβι, αυτό που κάναμε τώρα με το αεροπλάνο, γενικώς το ταξίδι εδώ και 15.000 χρόνια – πιστοποιήθηκε πρόσφατα – στο Αιγαίο, είχε να κάνει με τα ηφαιστειώδη έγκατα της Μήλου, με το επίσης μοναδικό πέτρωμα του οψιανού, το πρώτο κοφτερό μαχαίρι του ανθρώπου, που για χάρη του μπήκαν στην θάλασσα και δεν βγήκαν από τότε. Το τωρινό ταξίδι μας έγινε για χάρη πάλι του οψιανού, της υπέροχης συλλογής τέχνεργων του Ζαφείρη Βάου, που από εδώ και πέρα θα εκτίθεται στο Μεταλλευτικό Μουσείο Μήλου που συντηρεί στο νησί.


Κάτω στο Κλήμα οι άνθρωποι ζουν μαζί με τις βάρκες τους, είναι σαν ένα από τα έπιπλα του σπιτιού τους. Αυτά τα υπόσκαφα κτίσματα έγιναν γι αυτόν ακριβώς το λόγο. Να σέρνουν τις βάρκες από τη θάλασσα και να τις ασφαλίζουν μέσα, όταν τα κύματα θα χτυπούν την πόρτα τους. Αυτές οι πόρτες, που το κύμα ακουμπά το κατώφλι τους και τώρα το καλοκαίρι, είναι η πιο ζωηρή πινελιά αυτού του γοητευτικού οικισμού. Τις βάφουν με έντονα χρώματα – κίτρινο, πράσινο, κόκκινο, μπλε – και περιγράφουν το μικρό πορτέλο με ακόμη πιο ζωηρά χρώματα. Είναι σαν πίνακας ζωγράφου της ποπ αρτ. Ο καφές και το γλυκό κουφέτο έξω από την πόρτα αυτών των θερινών κατοικιών, με τη θάλασσα στα πόδια, είναι η ξεχωριστή εμπειρία της Μήλου.

2 Σεπ 2011

Κεφτέδες Τήνου



Κείμενο-φωτογραφία: ΚΟΣΜΑΣ ΒΙΔΟΣ

Η κουζίνα στο σπίτι της γιαγιάς μου στον Πύργο της Τήνου είχε ένα μαγικό παράθυρο, από το οποίο φαινόταν όλο το χωριό από ψηλά, σαν να πετούσες. Χωριό εκτυφλωτικά λευκό τα μεσημέρια που ο ήλιος έκανε απαγορευτική την παραμονή μας στον δρόμο. Το οποίο τα βράδια μεταμορφωνόταν σε μεταφυσικό γαλαξία, καθώς το μόνο που διέκρινα στο σκοτάδι ήταν τα φωτάκια από τα σπίτια και τα καντηλάκια στο νεκροταφείο της Σωτήρας. Μπροστά στο παράθυρο ήταν τοποθετημένο το τραπέζι (με το λουλουδάτο, πλαστικό τραπεζομάντιλο) όπου κάθε μεσημέρι (απαραιτήτως στις 12) και κάθε βράδυ (απαραιτήτως στις 8) έτρωγα τους κεφτέδες μου. Απαραιτήτως κεφτέδες. Με αυτό το φαγητό ανατράφηκα από τα 7 ως τα 10 χρόνια μου, περίοδο κατά την οποία αρνιόμουν πεισματικά να φάω οτιδήποτε άλλο: κεφτέδες, πατάτες τηγανητές (στις οποίες έστυβα λεμόνι) και ψωμί. Και αν η μητέρα μου αντιμετώπιζε με ψυχραιμία και στωικότητα (πού θα πάει, θα του περάσει...) την ιδιοτροπία μου, η γιαγιά που με φιλοξενούσε κάθε καλοκαίρι στον Πύργο (τόπος καταγωγής και των δύο γονιών μου) ζούσε με τη διαρκή αγωνία της κατάρρευσής μου από αβιταμίνωση, σκορβούτο και όποια άλλη αρρώστια γνώριζε, και της αποφράδας ώρας που «θα πρέπει να απολογηθώ στη μάνα σου που σε έστειλε για να παραθερίσεις και σε επέστρεψα άρρωστο!». Αγωνία την οποία εκδήλωνε τηγανίζοντας καθημερινά τόνους κεφτέδες και υποχρεώνοντάς με να φάω μέχρι σκασμού, «αν θέλεις να βγεις το απόγευμα και να παίξεις, γιατί εγώ νηστικό δεν σε στέλνω!». Ετσι, κάθε μεσημέρι, στις 12, καθηλωμένος μπροστά στο παράθυρο αγωνιζόμουν να καταπιώ το… νιοστό κρεατοσφαιρίδιο κοιτάζοντας έξω τα σπίτια, τους κήπους, τους περαστικούς και φτιάχνοντας με τη φαντασία μου ιστορίες, για να ξεχνάω το μαρτύριό μου. Ενα μαρτύριο που δεν τελείωνε αν δεν έτρωγα και τους 20 κεφτέδες που είχε το πιάτο μου. Γιατί τους μετρούσε. «Για να δω... Μόνο 11 έφαγες; Τελείωνε! Και θα σου έχω άλλους 20 το βράδυ!». Ωσπου αποφάσισα να επαναστατήσω. Εκτοτε κάθε φορά που το παράθυρο ήταν ανοιχτό (και η... δεσμοφύλακας είχε στραμμένη αλλού την προσοχή της) πετούσα έναν-έναν τους κεφτέδες στις γάτες που περίμεναν στον κήπο, ενώ τις ημέρες κατά τις οποίες ήταν κλειστό για να μη σπάσουν τα τζάμια από το μελτέμι, τους έκρυβα σε ένα άδειο κιούπι που βρισκόταν δίπλα στο τραπέζι. Και ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι: εγώ επειδή έτρωγα όσο ήθελα (δηλαδή ελάχιστα), η γιαγιά επειδή «επιτέλους, έγινες καλό παιδί». Επρεπε να περάσουν αρκετοί μήνες για να ανακαλύψει, την ημέρα που έκανε γενική καθαριότητα, τους εκατοντάδες μουχλιασμένους κεφτέδες μέσα στο κιούπι. Και για να εισβάλει με ένταση 9 και βάλε μποφόρ στο αθηναϊκό διαμέρισμά μας για να με απειλήσει: «Εγώ άλλο καλοκαίρι μαζί μου δεν σε παίρνω, θα παίρνω την αδελφή σου που είναι άνθρωπος!».

Εννοείται ότι και τα επόμενα καλοκαίρια μου τα πέρασα στην Τήνο, καθισμένος τα μεσημέρια στην ίδια κουζίνα, με τη γιαγιά να τηγανίζει κεφτέδες — το κιούπι το είχε απομακρύνει από τον χώρο. Και με τα μάτια μου να ταξιδεύουν έξω από το παράθυρο και να μετρούν ξανά και ξανά τα σπίτια, τους στύλους της ΔΕΗ, τα υπέρθυρα, τις αμυγδαλιές, τις μαυροφορεμένες θείες και τους θείους που περνούσαν, τα παιδιά που έπαιζαν στα μαρμάρινα σκαλιά και με φώναζαν να τους κάνω παρέα («θα πας μόνο όταν τελειώσεις το φαγητό σου!»). Με αυτές τις εικόνες χόρταινα. Με αυτές τις εικόνες τράφηκα και ανατράφηκα. Αυτές οι εικόνες με παρηγορούν όποτε επιστρέφω. Ιδιες και απαράλλαχτες όλα αυτά τα χρόνια, καθώς λίγα έχουν αλλάξει — ο χώρος έχει διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό το ιδιαίτερο χρώμα και την ξεχωριστή ομορφιά του. Μόνο η γιαγιά, να με κυνηγά με το τηγάνι στο χέρι, λείπει.

Ο Κοσμάς Βίδος είναι δημοσιογράφος στο «Βήμα».