29 Μαρ 2012

Σκύρος, χώρα θαυμάτων


Ο Γιώργος Θεοτοκάς έφτασε στη Σκύρο αναζητώντας την έμπνευση και τη βρήκε: «Κάθε καινούργιο νησί με ελευθερώνει από εκείνα που άφησα και όμως με βοηθεί να τα καταλάβω και να τα κάνω δικά μου για πάντα. Μες στο θάνατο της αγάπης βρίσκω τη διάρκεια της αγάπης. Κάθε καινούργιο νησί με καλεί να ξαναφύγω...» σημείωνε στο ημερολόγιό του. Κι ο Σεφέρης, λένε, βρήκε το περιγιάλι το κρυφό σε μια αμμουδιά της Σκύρου, και πολλοί εικαστικοί καλλιτέχνες, όπως ο Α. Τάσσος με το «Σκυριανό Κανάτι», ο Δημήτρης Γιαννουκάκης με το «Μοναστήρι της Σκύρου», ο Κώστας Πλακωτάρης με το «Σκύρος», ο Βάλιας Σεμερτζίδης με τα οκτώ χαρακτικά του για τη Σκύρο και άλλοι.


Αυτό που μιλάει στους δημιουργούς, μιλά και στους επισκέπτες, γιατί το νησί δεν έχει να πει και πολλά πράγματα στους τουρίστες. Μιλά με αυθεντική γλώσσα για μια ζωγραφιστή χώρα, με στράτες που ανηφορίζουν προς την αρχοντογειτονιά, την πλατεία της αιώνιας ποίησης και τον βράχο του κάστρου, και συναντώνται με παλιές ιστορίες, μπροστά σε παλιές εκκλησίες. Είναι πασιφανές ότι εδώ υπήρχε και ζει ακόμη μια πλούσια παράδοση, στα κεραμικά, στα κεντήματα, στα ξυλόγλυπτα. Τα βλέπει ο επισκέπτης στους ανθρώπους που σκυφτοί στα μαγαζιά τους ασκούν ακόμη αυτές τις παλιές τέχνες με τη σοφία των περασμένων καιρών που όμως τώρα έχουν μεγαλύτερο μέλλον. Ολα αυτά, μαζί με την ακροβασία πάνω στα μονοπάτια των τραγουδιών μεταξύ στεριάς και θάλασσας, είναι πολύ μεγάλα πράγματα για τη σωτηρία της ψυχής μας...

Σε τούτο το «μπαλκόνι» της Χώρας, στην πλατεία της Αιώνιας Ποίησης, «Μέσα μου βαθιά / Τα νερά φουσκώνουν σκοτεινά ως τη σελήνη / Κι όλα τα ρεύματά μου πάνε προς τη θάλασσα». Οι στίχοι είναι του φιλέλληνα άγγλου ρομαντικού ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ, αξιωματικού της ναυτικής μοίρας στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος τίμησε τη Σκύρο με τον θάνατό του εν πλω, στις 23 Απριλίου 1915, αφού αυτό ήταν το πρώτο λιμάνι που έπιασε η μοίρα και ετάφη εδώ. Και η Σκύρος τον τίμησε προσφέροντάς του έναν ήσυχο τάφο στις Τρεις Μπούκες και την προτομή του επιφανούς γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρου, ο οποίος είχε ως μοντέλο του αιώνιου εφήβου τον Αλέξανδρο Ιόλα.

Οντως, η ματιά από την πλατεία της Αιώνιας Ποίησης ανεβαίνει ως το κάστρο στην κορυφή του βράχου της Χώρας και αφήνεται να κυλήσει στις πλαγιές ως το κύμα και την αμμουδιά των Μαγαζιών. Την ίδια κίνηση κάνουν και τα κτίσματα, αλλά σχετικά γρήγορα συγκρατούνται στην άκρη του κενού. Ενα από αυτά στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο είναι πολύ αντιπροσωπευτικό της ζωής του νησιού από πολύ παλιά ως σήμερα. Το πολύ παλιά είναι πράγματι πολύ παλιά, αφού τα εκθέματα ξεκινούν από τον προϊστορικό οχυρωμένο οικισμό του Παλαμαρίου (2800-1900 π.Χ.). Από τότε η «πελαγία Σκύρος» ήταν πολύ ανεπτυγμένη, λόγω της θέσης της, ένα επίκαιρο σημείο ελέγχου των θαλάσσιων δρόμων στο Αιγαίο. Αυτή η σχέση της Σκύρου με τη θάλασσα φτάνει ως το εσωτερικό του παραδοσιακού σπιτιού, στο οποίο είναι αφιερωμένη μια αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου. Τα εισαγόμενα κεραμικά, κυρίως από τη Μικρά Ασία, ήταν τα ιδιαίτερα στοιχεία της διακόσμησης του σπιτιού, πολύ διαφορετικά από αυτά που κατασκευάζονταν στο νησί. Πάντως στις νεότερες φάσεις της ζωής του νησιού ο πλούτος δεν ερχόταν από τη θάλασσα αλλά από τα βουνά, από τα βοσκοτόπια και τα κοπάδια.

Πιο πάνω από το Αρχαιολογικό Μουσείο άρχιζε η αρχοντογειτονιά της Σκύρου, το Μπόριο, όπου έμεναν οι προύχοντες και οι κτηνοτρόφοι. Στο πλάι της Αρχοντοπαναγιάς, στην Αραβδόπετρα, οι επισκέπτες ακουμπούσαν τα ραβδιά τους, για να μην κάνουν θόρυβο καθώς χτυπούσαν στις πλάκες και ενοχλούν τους άρχοντες. Αλλά και οι ίδιοι οι άρχοντες άφηναν εκεί τα ραβδιά τους, όταν συζητούσαν στο τρίστρατο για τα θέματα του τόπου, συνήθως όχι και με τόσο ήρεμο τρόπο.  Εδώ δημιουργούν μια ωραία πλατειούλα (Σαρούς) τρεις εκκλησιές, η Αρχοντοπαναγιά, η Παναγιά του Κτσου (Κουκιού, γιατί στη γιορτή της μοίραζαν κουκιά) και ο Αγιος Ευστράτιος. Η Παναγία του Κτσου έχει ωραίες τοιχογραφίες, πιθανόν του 17ου αιώνα. Η μεγάλη στράτα ή στράτα των αρχόντων, η οποία άρχιζε από τη μικρή πλατεία Ανδρέα Γιαλούρη και έφτανε ως την πύλη του κάστρου, βγάζει τον επισκέπτη ψηλά, στην κορυφή της Χώρας. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς ακούγεται μέσα στα στενά η «δαιμονισμένη» μελωδία των κουδουνιών των Γέρων. Τώρα μάλλον κυριαρχεί ο σιωπηλός χορός της Κορέλας που κινείται αέρινα γύρω από τον Γέρο της. Η σύγχρονη μεγάλη στράτα που διασχίζει τη Σκύρο είναι χαμηλά, και ο αχός της ακτογραμμής δεν φτάνει ως την Παναγία Καμαντού. Και το κάστρο μένει σιωπηλό, αφού η πόρτα του κάτω από τον μαρμάρινο λέοντα είναι κλειστή λόγω εργασιών συντήρησης και μέσα η περίφημη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που κτίστηκε το 1000 και έχει εξαιρετικές τοιχογραφίες, απρόσιτη μέχρι στιγμής.


Δεν υπάρχουν σχόλια: