6 Απρ 2012

Μεγάλη Εβδομάδα στη Μονεμβασιά


Η μαγεία και το μυστήριο της σιωπής

Το Κάτω Κάστρο κοιμάται αγκαλιά με τη σιωπή του: «Τοπίο σκληρό σαν τη σιωπή» μονολογούσε ο ποιητής. Μόνο ο ήλιος κάνει «θόρυβο» στον ορίζοντα, όσο θόρυβο μπορεί να κάνει ο ήλιος που αφήνει το επισκεπτήριό του προβάλλοντας από τα σύννεφα. Αυτό όμως είναι αρκετό να γλυκάνει το τοπίο, κάνοντας την εκκλησιά της Παναγίας πραγματικά Χρυσαφίτισσα. Κι η θάλασσα κάνει ένα γλυκό θόρυβο, καθώς νανουρίζει την πολιτεία που κοιμάται ακόμη μέσα στο λίκνο των αιώνων. Πίσω το Επάνω Κάστρο, στα χρώματα της άνοιξης στέκει ακόμη πιο σιωπηλό. Είναι ξημέρωμα, αλλά εδώ πάνω λίγοι επισκέπτες ανεβαίνουν το οχυρωμένο καλντερίμι και αυτοί δεν μιλούν ανάμεσα στα ερείπια. Αν δεν φυσούσε τόσο δυνατά ο αγέρας, ίσως ακουγόταν το μολύβι του Πάβλου Χαμπίδη, του ζωγράφου με όλα τα στοιχεία παλιού περιηγητή του θρυλικού Grand Tour των ευρωπαίων ευγενών, που σκιτσάριζε συγκρατώντας με κόπο τα χαρτιά του τη ριψοκίνδυνη Αγία Σοφία. Τίποτε δεν είναι ικανό να σε εμποδίσει να προσπαθήσεις να κρατήσεις για πάντα μέσα σου τη μαγεία του «υπερνεφέλους φρουρίου» της Μονεμβασιάς που η εβδομάδα των Παθών και της Ανάστασης ενισχύει το μυστήριο του…


Ο Ελκόμενος Χριστός και ο «Ιούδας»

Εφέτος θα είναι η πρώτη χρονιά μετά από 32 χρόνια που η «ίσως η σπουδαιότερη Σταύρωση σε φορητή εικόνα» κατά τον κυρ Φώτιο Κόντογλου θα βρίσκεται στο «σπίτι» της, στην εκκλησιά που αυτήν πήρε το όνομά της, του Ελκόμενου Χριστού. Η εικόνα, του 1400, είχε κλαπεί και επέστρεψε. Θα λείπει όμως ο μπάρμπα-Μήτσος, ο μάστορας του δρώμενου με τον «Ιούδα», και όλοι νοιάζονται πως θα γίνει εφέτος αυτό το χαρακτηριστικό έθιμο το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα. Ο μπάρμπα Μήτσος, που πουλούσε στο σοκάκι της μέσης την καλύτερη ρίγανη από το Επάνω Κάστρο, όταν περνούσε την πύλη της καστροπολιτείας έλεγε ότι πάει στο εξωτερικό. Και τώρα στα 95 χρόνια του, αρρώστησε και ήλθε στην Αθήνα στα παιδιά του. Όμως, αυτός μόνο ήξερε την τέχνη να γεμίζει με μπαρούτι από τη Δημητσάνα και να καίει τον Ιούδα κρεμασμένο στη μουριά, έξω από τον Ελκόμενο. Εψαχνε τις τσέπες του ανδρείκελου, έβρισκε τα αργύρια που ο ίδιος είχε βάλει και γινόταν έξαλλος: «Πήρες χρήματα για να προδώσεις τον Χριστό; Τώρα θα δεις τι θα σου κάνω»… Και έβαζε φωτιά στις εφημερίδες που τύλιγαν τα παπούτσια του Ιούδα. Οι εκρήξεις προχωρούσαν προς τα πάνω και γίνονται όλο και πιο σφοδρές, μέχρι που έμενε ο σκελετός του ανδρείκελου να κρέμεται κρεμασμένο στη μουριά. Ο Μπάρμπα Μήτσος το είχε καημό να βρεθεί κάποιος νεότερος να συνεχίσει αυτό το έθιμο που έχει βίο αιώνων και όλοι εύχονται αυτός να βρεθεί από εφέτος.
Την προηγούμενη νύχτα της Ανάστασης τα σοκάκια και οι δρομικές πλημμυρίζουν από το Αγιο φως που ενώνεται με τα παλιομοδίτικα φανάρια. Το προηγούμενο βράδυ, της Μεγάλης Παρασκευής, τα φανάρια του επιταφίου διέγραψαν την πορεία τους στην αγορά, έφτασαν στην πύλη και άρχισαν να κατηφορίζουν προς το τείχος, στη Μικρή Ντάπια, μετά περνούν από τη Μεγάλη Ντάπια και τη Χρυσαφίτισσα και επιστρέφουν στον Ελκόμενο. Ολοι κρατούν τα κεριά τους και κάποιοι δεν έχουν ακόμη κινηθεί από τη θέση τους όταν ο επιτάφιος επιστρέφει στην εκκλησιά.


Τα σχέδια του ζωγράφου Πάβλου Χαμπίδη δημοσιεύονται στο «Βήμα» της Κυριακής 8 Απριλίου, στο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ «Μονεμβασιά, στο φως των κεριών»

Δεν υπάρχουν σχόλια: