Το μοναχικό τραγούδι, ψηλά πάνω από την κεραία τηλεόρασης, έγινε χρόνο με το χρόνο ολόκληρη συναυλία, ειδικά το ξημέρωμα, μεταξύ 5ης και 6ης πρωινής. Είναι φανερό ότι τα κοτσυφια πλήθαιναν και κάθε άνοιξη θα έρχονταν ξανά να μας τραγουδούν για πάντα. Πλήθαιναν; πώς πλήθαιναν; Το είδα χθες και ενθουσιάστηκα, μπορώ να πω και συγκινήθηκα.
Η αμέλεια για την επισκευή μιας βρύσης που στάζει, έφερε έναν κότσυφα στο μπαλκόνι μπροστά στην πόρτα του γραφείου μου. Μάζευε τις σταγόνες που έπεφταν με κίτρινο ράμφος του και συμπλήρωνε το νερό που χρειαζόταν από τη λιμνούλα που δημιουργούσαν. Και χθες ήλθε όλη η οικογένεια, το ζεύγος και το μικρό τους, αρκετά μεγάλο ώστε να μπορεί να πετάξει. Όταν ήπιαν, η μητέρα ανέβηκε στο δένδρο που φύτρωσε μόνο του στην πρασιά τη χρονιά που γεννήθηκε ο γιος μας, πριν 20 χρόνια, έλεγξε την κατάσταση και κάλεσε το μικρό της να πετάξει ως εκεί. Το μικρό πέταξε στο κοντινό δένδρο και κρύφτηκε μέσα στα φύλλα. Οι γονείς του πέταξαν μακριά.
Δεν ξέρω αν το πέταγμα του μικρού ήταν προς την ανεξαρτησία ή έμεινε εκεί κρυμμένο για να του φέρουν τροφή. Έμεινε όλη την ημέρα κρυμμένο στο δένδρο, αλλάζοντας απλώς θέσεις όλο και πιο ψηλά. Σήμερα το πρωί, το κοτσυφόπουλο έλειπε από το δένδρο. Όμως η αίσθηση της ζωής και της συνέχειάς της - ειδικά σε τέτοιες γκρίζες εποχές - είναι διάχυτη και μας συνεπαίρνει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου