Η κουζίνα στο σπίτι της γιαγιάς μου στον Πύργο της Τήνου είχε ένα μαγικό παράθυρο, από το οποίο φαινόταν όλο το χωριό από ψηλά, σαν να πετούσες. Χωριό εκτυφλωτικά λευκό τα μεσημέρια που ο ήλιος έκανε απαγορευτική την παραμονή μας στον δρόμο. Το οποίο τα βράδια μεταμορφωνόταν σε μεταφυσικό γαλαξία, καθώς το μόνο που διέκρινα στο σκοτάδι ήταν τα φωτάκια από τα σπίτια και τα καντηλάκια στο νεκροταφείο της Σωτήρας. Μπροστά στο παράθυρο ήταν τοποθετημένο το τραπέζι (με το λουλουδάτο, πλαστικό τραπεζομάντιλο) όπου κάθε μεσημέρι (απαραιτήτως στις 12) και κάθε βράδυ (απαραιτήτως στις 8) έτρωγα τους κεφτέδες μου. Απαραιτήτως κεφτέδες. Με αυτό το φαγητό ανατράφηκα από τα 7 ως τα 10 χρόνια μου, περίοδο κατά την οποία αρνιόμουν πεισματικά να φάω οτιδήποτε άλλο: κεφτέδες, πατάτες τηγανητές (στις οποίες έστυβα λεμόνι) και ψωμί. Και αν η μητέρα μου αντιμετώπιζε με ψυχραιμία και στωικότητα (πού θα πάει, θα του περάσει...) την ιδιοτροπία μου, η γιαγιά που με φιλοξενούσε κάθε καλοκαίρι στον Πύργο (τόπος καταγωγής και των δύο γονιών μου) ζούσε με τη διαρκή αγωνία της κατάρρευσής μου από αβιταμίνωση, σκορβούτο και όποια άλλη αρρώστια γνώριζε, και της αποφράδας ώρας που «θα πρέπει να απολογηθώ στη μάνα σου που σε έστειλε για να παραθερίσεις και σε επέστρεψα άρρωστο!». Αγωνία την οποία εκδήλωνε τηγανίζοντας καθημερινά τόνους κεφτέδες και υποχρεώνοντάς με να φάω μέχρι σκασμού, «αν θέλεις να βγεις το απόγευμα και να παίξεις, γιατί εγώ νηστικό δεν σε στέλνω!». Ετσι, κάθε μεσημέρι, στις 12, καθηλωμένος μπροστά στο παράθυρο αγωνιζόμουν να καταπιώ το… νιοστό κρεατοσφαιρίδιο κοιτάζοντας έξω τα σπίτια, τους κήπους, τους περαστικούς και φτιάχνοντας με τη φαντασία μου ιστορίες, για να ξεχνάω το μαρτύριό μου. Ενα μαρτύριο που δεν τελείωνε αν δεν έτρωγα και τους 20 κεφτέδες που είχε το πιάτο μου. Γιατί τους μετρούσε. «Για να δω... Μόνο 11 έφαγες; Τελείωνε! Και θα σου έχω άλλους 20 το βράδυ!». Ωσπου αποφάσισα να επαναστατήσω. Εκτοτε κάθε φορά που το παράθυρο ήταν ανοιχτό (και η... δεσμοφύλακας είχε στραμμένη αλλού την προσοχή της) πετούσα έναν-έναν τους κεφτέδες στις γάτες που περίμεναν στον κήπο, ενώ τις ημέρες κατά τις οποίες ήταν κλειστό για να μη σπάσουν τα τζάμια από το μελτέμι, τους έκρυβα σε ένα άδειο κιούπι που βρισκόταν δίπλα στο τραπέζι. Και ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι: εγώ επειδή έτρωγα όσο ήθελα (δηλαδή ελάχιστα), η γιαγιά επειδή «επιτέλους, έγινες καλό παιδί». Επρεπε να περάσουν αρκετοί μήνες για να ανακαλύψει, την ημέρα που έκανε γενική καθαριότητα, τους εκατοντάδες μουχλιασμένους κεφτέδες μέσα στο κιούπι. Και για να εισβάλει με ένταση 9 και βάλε μποφόρ στο αθηναϊκό διαμέρισμά μας για να με απειλήσει: «Εγώ άλλο καλοκαίρι μαζί μου δεν σε παίρνω, θα παίρνω την αδελφή σου που είναι άνθρωπος!».
Εννοείται ότι και τα επόμενα καλοκαίρια μου τα πέρασα στην Τήνο, καθισμένος τα μεσημέρια στην ίδια κουζίνα, με τη γιαγιά να τηγανίζει κεφτέδες — το κιούπι το είχε απομακρύνει από τον χώρο. Και με τα μάτια μου να ταξιδεύουν έξω από το παράθυρο και να μετρούν ξανά και ξανά τα σπίτια, τους στύλους της ΔΕΗ, τα υπέρθυρα, τις αμυγδαλιές, τις μαυροφορεμένες θείες και τους θείους που περνούσαν, τα παιδιά που έπαιζαν στα μαρμάρινα σκαλιά και με φώναζαν να τους κάνω παρέα («θα πας μόνο όταν τελειώσεις το φαγητό σου!»). Με αυτές τις εικόνες χόρταινα. Με αυτές τις εικόνες τράφηκα και ανατράφηκα. Αυτές οι εικόνες με παρηγορούν όποτε επιστρέφω. Ιδιες και απαράλλαχτες όλα αυτά τα χρόνια, καθώς λίγα έχουν αλλάξει — ο χώρος έχει διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό το ιδιαίτερο χρώμα και την ξεχωριστή ομορφιά του. Μόνο η γιαγιά, να με κυνηγά με το τηγάνι στο χέρι, λείπει.
Ο Κοσμάς Βίδος είναι δημοσιογράφος στο «Βήμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου