17 Ιαν 2012

Εισαγωγή στην Αρκαδία: Το πεδίο του αρκαδικού Ορχομενού και το οροπέδιο της Μαντίνειας


«Ο δρόμος, που φέρνει τον επισκέπτη στην Αρκαδία, σαν φτάσει στις βουνοκορφές του Μαινάλου με κατεύθυνση προς τη Γορτυνία, θα περάσει και από το ιστορικό Λεβίδι. Αν ο επισκέπτης θελήσει να σταματήσει για λίγο και να περπατήσει πιο κάτω από την πλατεία Λεβιδίου, θα χαρεί ένα από τα πιο γλαφυρά τοπία του κόσμου. Εδώ, κατά την ώρα του δειλινού, και στον γύρω ορίζοντα τα χρώματα αλλάζουν τον κάμπο της Μαντινείας και τα βουνά όλα σε σπάνιο λυρικό όραμα. Κι εκεί που το βήμα μένει ακίνητο, μια επιγραφή μάς καλεί να βρούμε την είσοδο σε μιαν άλλη Αρκαδία, απρόσμενη όσο εκλεκτή και φροντισμένη: το Αρκαδικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας»

John P. Anton,
καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Φλώριδας και επίτιμος πρόεδρος της Διεθνούς Αρκαδικής Εταιρείας


Το πεδίο του αρκαδικού Ορχομενού

Μόλις βγείτε από τις αίθουσες του μουσείου απλώνεται μπροστά σας μια υπέροχη θέα. Το Λεβίδι ακουμπά στα κράσπεδα του Μαινάλου και στα πόδια του απλώνεται το πρώτο Ορχομένιο πεδίο, από το οποίο περνούσε η αρχαία Αγχισία οδός, η οποία ερχόταν από το δεύτερο Ορχομένιο πεδίο, πίσω από τους λόφους του Ορχομενού, και πήγαινε για το πεδίο της Μαντινείας και μετά της Τεγέας. Πήρε το όνομά της από τον Αγχίση, εραστή της Αφροδίτης και πατέρα του Αινεία. Αυτό τον δρόμο, σύγχρονος ασφαλτοστρωμένος πια, διατρέχει ο περιηγητής στη σκιά των ειδυλλιακών κορυφών του Ολίγυρτου, του Τραχέος και του Αρτεμίσιου, που τα χιόνια τους μοιάζουν το λιόγερμα με φωτεινή παλέτα με όλα τα χρώματα του δειλινού.

Το γλαφυρό τοπίο της πεδιάδας του Λεβιδίου διανθίζεται στην αρχή με αμπέλια, προανάκρουσμα των ονομαστών αμπελώνων της Μαντινείας. Περίπου 1 χλμ. μετά το Λεβίδι, μια διακλάδωση οδηγεί προς τον κοντινό βυζαντινό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ο δρόμος τρέχει ανάμεσα στα επίπεδα χωράφια που την απεραντοσύνη τους διακόπτουν τα γύρω βουνά, μέχρι να συναντήσει την Αγχισία οδό (3 χλμ. από το Λεβίδι). Δεξιά ο δρόμος πηγαίνει για Παλαιόπυργο και Μαντινεία και ευθεία για Κανδήλα και Νεμέα. Περίπου 2 χλμ. μετά ο δρόμος διακλαδώνεται αριστερά και ανεβαίνει στον λόφο για τον Ορχομενό (2 χλμ.), αφού προσπεράσει μια πηγή δεξιά. Μέσα από το χωριό ξεκινά ο βατός χωματόδρομος για το αρχαίο θέατρο (1,5 χλμ. από το χωριό). Καθώς ανεβαίνετε στον λόφο πάνω από το χωριό, απολαμβάνετε μια ακόμη πιο δυνατή εικόνα του κάμπου με τις χαρακιές των δρόμων, του Λεβιδίου και των χιονοσκεπών κορυφών του Μαίναλου, χαμένων μέσα στα σύννεφα.


Ο δρόμος σταματά μπροστά σε μια πολύ απότομη ανηφόρα, σημάδι ότι είναι καιρός να αφήσετε το αυτοκίνητο και να ανηφορίσετε με τα πόδια. Το θέατρο είναι κοντά και είναι πανέμορφο έτσι όπως καταλαμβάνει αμφιθεατρικά την πλαγιά και κοιτάζει το παζλ των χωραφιών στο δεύτερο Ορχομένιο πεδίο με τα βουνά τριγύρω.

Στον κεντρικό δρόμο πάλι, αριστερά πάει προς Κανδήλα, όπου περίπου 2 χλμ. μετά, στην αριστερή άκρη του δρόμου, υπάρχει μια αξιόγευστη στάση, το Χάνι της Κανδήλας, και δεξιά επιστρέφει στη διακλάδωση του δρόμου για το Λεβίδι.


Το οροπέδιο της Μαντινείας

Ακολουθούμε την Αγχισία οδό προς Μαντινεία. Πρώτα συναντάμε το χωριό Αρτεμίσιο (7 χλμ. από τη διασταύρωση), το όριο μεταξύ των δύο πεδίων, και μετά μπαίνουμε στον δρόμο με τις λεύκες (2 χλμ. μετά το Αρτεμίσιο). Πριν τα λυγερόκορμα δένδρα ορίσουν με δύο σειρές δεξιά και αριστερά ένα ειδυλλιακό μίλι, μια ακόμη ειδυλλιακή εικόνα παραπέμπει στο βουκολικό παρελθόν της Αρκαδίας. Ενας βοσκός βόσκει τα πρόβατά του με φόντο τα λημέρια του τραγοπόδαρου Πάνα, υιού του Διός και της νύμφης Καλλιστώς, θεού που συμβόλιζε τη συμβίωση των ανθρώπων και των ζώων. Το πρόβατα βόσκουν ήσυχα, όπως έκαναν πάντα εδώ, για να μην ταράξουν τον μεσημεριανό ύπνο του τραγοπόδαρου θεού.

Ο Πάνας, φίλος του Διόνυσου, ήταν φίλος και του κρασιού, και εδώ, στο πεδίο της Μαντινείας, βρισκόμαστε ανάμεσα στα αμπέλια που βγάζουν το ονομαστό μοσχοφίλερο. Το οινοποιείο Σπυρόπουλου, δεξιά πάνω στον δρόμο (4 χλμ. μετά τον δρόμο με τις λεύκες), είναι επισκέψιμο και μπορείτε να δείτε εκεί τη σύγχρονη εκδοχή μιας παμπάλαιας διαδικασίας σε αυτά τα μέρη, την οινοποίηση των σταφυλιών.


Η Αγία Φωτεινή, πάλι στα δεξιά του δρόμου (1 χλμ. μετά το οινοποιείο), μια σύγχρονη εκκλησία, ταλαντεύεται ανάμεσα σε διάφορους ρυθμούς χωρίς να κυριαρχείται από κανέναν. Αυτό την κάνει ιδιαίτερη, αλλά και αιρετική για την επίσημη εκκλησία, ιδιαίτερα οι «κοσμικές» τοιχογραφίες της. Αποκλείεται να μη σταματήσετε για να την περιεργαστείτε. Από εκεί και πέρα είναι αποκλειστικά δικό σας θέμα πώς θα τοποθετηθείτε απέναντί της.

Ενα ακόμη θέατρο υπάρχει ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας Μαντινείας. Αλλά πριν βγείτε στον κεντρικό δρόμο (3 χλμ. μετά την Αγία Φωτεινή), ο οποίος διακλαδώνεται από τον εθνικό μετά τη σήραγγα του Αρτεμισίου, και πάτε προς Κάψια (5 χλμ. μετά τη διασταύρωση στη Μαντινεία), αξίζει να ρίξετε μια ματιά στους περιστερώνες στα δεξιά του δρόμου μέσα και γύρω από το χωριό. Είναι ενδιαφέρον ότι υπάρχουν μόνο εδώ και στις Κυκλάδες, που είναι και γνωστότεροι. Ισως η καταγωγή αυτών των περιστεριών να χάνεται και αυτή στη μυθολογία, καθώς οι αρχαίοι παρακολουθούσαν τη «γλώσσα» τους και προσπαθούσαν να μαντέψουν μέσα στο γουργούρισμά τους τα μελλούμενα.


Στο χωριό Κάψια άνοιξαν επιτέλους (110 χρόνια μετά την εξερεύνησή τους) και δέχονται επισκέπτες τα πιο πολύχρωμα σπήλαια στην Ελλάδα και από τα ωραιότερα του κόσμου (υπάρχει πινακίδα πάνω στον δρόμο, www. spilaiokapsia.gr, τηλ. 695 1003.299). Είναι η πέτρινη καρδιά του οροπεδίου της Μαντινείας και υπήρχαν εκεί χαμένα στο σκοτάδι εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Πλέον η στάση στο χωριό είναι από τα «πρέπει» της διαδρομής, πριν συνεχίσουμε μέχρι τη διασταύρωση (10 χλμ. από τη διασταύρωση της Μαντινείας) αριστερά προς Καρδαρά και το χιονοδρομικό κέντρο της Οστρακίνας (10 χλμ.). Ο δρόμος που ανεβαίνει στο βουνό ανάμεσα στις κατάφυτες πλαγιές, ειδικά αν χιονίζει, είναι εξαίσιος. Ο κύκλος κλείνει στο Λεβίδι και την ωραία πλατεία του, 5 χλμ. μετά τη διασταύρωση για το χιονοδρομικό κέντρο.

5 Ιαν 2012

Παλιοί Πόροι, Ανω Σκοτίνα, Παλιός Παντελεήμονας: Χαμηλή πτήση πάνω από τον Όλυμπο


Είναι να το έχει ο τόπος να σε προσκαλεί κοντά του. Και εδώ στον Κάτω Ολυμπο το κεραυνοβόλο βλέμμα του Ξένιου Δία συντηρεί μια τέτοια ατμόσφαιρα. Ετσι, σε μια παλαιότερη επίσκεψή μας στον ξενώνα Αγνάντι, ψηλά στον Παλιό Παντελεήμονα, η κυρία Πόπη στρώνει τον σοφρά μπροστά στο τζάκι με όλα του Ολύμπου τα καλά: λουκάνικο, γαλοτύρι, σπετσοφάι και τσίπουρο από κούμαρα, διάφανο και μυρωδάτο.  Οπως μας εξηγεί, εδώ στη σκιά του θρόνου του Ξένιου Δία, η μητέρα την Κυριακή δεν έτρωγε ποτέ τη μερίδα της, αλλά τη φύλαγε μήπως και χτυπήσει την πόρτα κάποιος ξένος. Γι’ αυτό η φιλοξενία είναι εδώ παλιά, αρχαία, παράδοση. Μια παράδοση που διατηρείται όπως το φυσικό περιβάλλον του θεϊκού βουνού σε δυο φαράγγια, του Ενιπέα και του Ουρλιά, και στους τρεις πανέμορφους παραδοσιακούς οικισμούς, τους Παλιούς Πόρους, την Ανω Σκοτίνα και τον Παλιό Παντελεήμονα. Ο τελευταίος οικισμός είναι ήδη γνωστός και πολύ αγαπημένος προορισμός. Αλλά μαζί με τους άλλους δημιουργεί μια ακόμη πιο ενδιαφέρουσα και γοητευτική ενότητα.


Παλιοί Πόροι στη μαγεία του θεϊκού βουνού

Πόρος σημαίνει πέρασμα και οι Παλιοί Πόροι είναι όντως ένα πέρασμα, μια δίοδος σε αυτόν τον μαγικό κόσμο των χαμηλωμάτων του Ολύμπου. Τον κόσμο τον πολύχρωμο, το ζωγραφισμένο από τα κίτρινα, τα κόκκινα και τα πράσινα χρώματα που μόνο τα πλατάνια, οι καστανιές, οι βαλανιδιές ξέρουν να απλώνουν στο βουνό, ενθυμήματα του φθινοπώρου που έφυγε και του χειμώνα που βασιλεύει. Ετσι ο δρόμος που ξεφεύγει λίγο μετά το κάστρο του Πλαταμώνα από τα κιγκλιδώματα της Εθνικής οδού (34 χλμ. από την Κατερίνη προς την Αθήνα) και ανηφορίζει με φιδίσιες κινήσεις στην πλαγιά του Ολύμπου, φαίνεται σαν να διατρέχει την παλέτα ενός ευφάνταστου ζωγράφου. Και μέσα από αυτές τις αδιάκοπες «στρώσεις» χρωμάτων, αναδύονται τα σπίτια του οικισμού, άνθη της πέτρας, του ξύλου και του κεραμιδιού, φτιαγμένα τον 17ο και 18ο αιώνα. Και ανάμεσά τους, όλα καμωμένα από τα ίδια φυσικά υλικά, η βρύση με το αδιάκοπο μουρμούρισμά της που ταξιδεύει τα φύλλα του πλατάνου, η πλακόστρωτη πλατεία, η εκκλησιά. Και παντού σωροί από κομμένα ξύλα, «πυρομαχικά» για τη μάχη με τον χειμώνα που εκδηλώνεται και με ξαφνικές επελάσεις της ομίχλης που τυλίγει το τοπίο με μυστηριώδες πέπλο.


 Με το μάτι του αετού στην Ανω Σκοτίνα

Κάνουμε την περιήγηση σε αυτή την περιοχή ακόμη πιο ενδιαφέρουσα καθώς ακολουθούμε τον δασικό δρόμο (4 χλμ.) για να βγούμε από μια πιο απολαυστική διαδρομή μέσα στην καρδιά του δάσους με τα ψηλόλιγνα μαυρόπευκα, πάνω στα κιτρινισμένα φύλλα από τα πλατάνια, στην άσφαλτο που αριστερά ανεβαίνει για την Ανω Σκοτίνα και δεξιά κατηφορίζει για τον Παλιό Παντελεήμονα. Πάμε αριστερά και στα διαλείμματα της ομίχλης, στην απέναντι πλαγιά προβάλλουν τα σκόρπια σπίτια τού επίσης παλιού οικισμού (Ανω Σκοτίνα, 11 χλμ.). Αν ο καιρός ήταν ανοιχτός θα σταματούσαμε στη θέση Προφήτης Ηλίας για να θαυμάσουμε την πανοραμική θέα προς την παραλία της Πιερίας. Φανταστείτε ότι αυτή εδώ η δασική θέση είναι πίστα απογείωσης «παραπέντε». Τώρα όμως μας οδηγεί ο καπνός της καμινάδας που σμίγει με την ομίχλη. Θέλουμε ακόμη 5 χλμ. ως τον παλιό οικισμό και μια παράκαμψη ανεβαίνει στη βρύση στον Κατή (12 χλμ.). Ο κεντρικός δρόμος τραβά για την Καλλιπεύκη (10 χλμ.) και η παράκαμψη είναι τελικά που θα μας φέρει πάνω από τον οικισμό (2 χλμ.).

Τα σπίτια της παλιάς Σκοτίνας στέκονται με τέτοιον τρόπο στην πλαγιά που λες ότι έχουν σταματήσει για να θαυμάσουν τη θέα προς τον Θερμαϊκό κόλπο. Αυτός ο παραδοσιακός οικισμός έχει σκαρφαλώσει πιο ψηλά απ’ όλους, στα 750 μέτρα υψόμετρο. Μια παλιά εκκλησία καμωμένη από τα ίδια υλικά με τα σπίτια τραβά το μάτι. Αλλά η πρόσκληση, με «σήματα» καπνού, έρχεται από δίπλα, από ένα μεγάλο σπίτι με βιολετί χρώμα. Είναι ο ξενώνας Συντριβάνη, μια ζεστή γωνιά του χωριού, αφού το τζάκι του δεν σταματά να δουλεύει…


Το ήθος του Παλιού Παντελεήμονα

Ο ίδιος δρόμος μάς φέρνει πίσω στο σημείο που τον πιάσαμε ερχόμενοι από τους Παλιούς Πόρους για να συνεχίσουμε τώρα προς Παλιό Παντελεήμονα (2 χλμ.), τον πιο «εξελιγμένο» παραδοσιακό οικισμό της περιοχής. Τώρα χρειάζεται ένα ολόκληρο δοκάρι στερεωμένο στην είσοδο του χωριού για να χωρέσουν όλες οι ξύλινες πινακίδες που σε παραπέμπουν προς κάθε κατεύθυνση για να συναντήσεις ξενώνες, εστιατόρια, καφενεία, καταστήματα. Νομίζουμε όμως ότι το ύφος και το ήθος του οικισμού παραμένουν αναλλοίωτα. Απλώς, τώρα τα μοιράζονται όλο και περισσότεροι επισκέπτες. Το ήθος ενός οικισμού είναι η ψυχή του και τα τέλεια διατηρημένα κτίσματα, τα πλακόστρωτα, η πλατεία, θα ήταν ένα άψυχο μουσείο, ένα αξιοθέατο και όχι ένας τόπος για να τον ζήσεις. Και στον Παλιό Παντελεήμονα όλα αυτά τα στοιχεία της μακεδονικής αρχιτεκτονικής είναι γοητευτικά και αυθεντικά, όσο η κυρία Πόπη θυμάται την παλιά παράδοση της φιλοξενίας.


Μια άλλη παράδοση στον Παλιό Παντελεήμονα είναι το τσίπουρο από κούμαρα. Κάθε αρχή του χειμώνα, ως και τα Χριστούγεννα, οι κουμαριές στις γύρω πλαγιές του Κάτω Ολύμπου είναι φορτωμένες με κατακόκκινα κούμαρα. Οι κάτοικοι της περιοχής τα τρυγούν και τα αποθηκεύουν σε βαρέλια ως την άνοιξη. Τότε, κατά τον Μάιο, παίρνουν φωτιά τα «καζαναριά», όπως εκείνο του Μιχάλη Χατζή στον Νέο Παντελεήμονα, βράζουν τα κούμαρα και βγάζουν τσίπουρο. Αυτή τη διαδικασία, που βέβαια συνοδεύεται και με το ανάλογο κέφι, ακολουθούν τα περισσότερα νοικοκυριά και το προϊόν το κρατούν κυρίως για λογαριασμό τους. Πριν από μερικά μόλις χρόνια οι επισκέπτες του Παλιού Παντελεήμονα έβρισκαν τσίπουρο μόνο στον Πλάτανο, στη μία από τις δυο ταβέρνες που υπήρχαν στην πλατεία του μαγικού χωριού. Αυτή η ταβέρνα είχε και το μοναδικό τηλέφωνο. Τώρα, δέκα χρόνια μετά, όλα μοιάζουν διαφορετικά, αλλά η ιεροτελεστία του τσίπουρου παραμένει ίδια. Απλώς συμβαίνει σε περισσότερα σημεία. Και οι κουμαριές συνεχίζουν να στολίζονται με κατακόκκινους καρπούς. Τις βλέπεις καθώς κατηφορίζεις για τον Πλαταμώνα (7 χλμ.). Και εκείνες σε αφήνουν να δεις από ψηλά το μεσαιωνικό κάστρο να προβάλλεται σε γαλάζιο φόντο. Συναντάς τον Νέο Παντελεήμονα (3 χλμ.) και μετά την εθνική οδό, 35 χλμ. από την Κατερίνη. Ετσι η μελωδία μιας άλλης εποχής σβήνει σιγά-σιγά από τα αφτιά σου και περνά στη μνήμη και τελικά στην καρδιά σου.