26 Δεκ 2012

Ορη Σφακιών, τ’ όνειρο του πολεμιστή


«Και πολεμούν στα σύννεφα»…

Ετσι λέει το τραγούδι των Δροσουλιτών, αυτών των ξωτικών του πολέμου και της επικράτειας των Σφακιών που εμφανίζονται κάθε τέλη Μάη αρχές Ιούνη πάνω από το Φραγκοκάστελο την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος, και μετά χάνονται στα σύννεφα πάνω από Λιβυκό πέλαγος. Ομως οι σκοτωμένοι στρατιώτες του Χατζημιχάλη Νταλιάνη – που χαλάστηκαν εδώ ένα γυρό από το κάστρο σε μια φονική συμπλοκή με τους Τούρκους το 1828 – είναι ζωντανοί ολοχρονίς, τα πνεύματα της χώρας των Σφακιών,  να πολεμούν στα σύννεφα, ειδικά αυτή την εποχή, χειμώνα καιρό, που κατεβαίνουν και τυλίγουν το οροπέδιο του Ακύφου και τα αρματωμένα ξωτικά κάνουν παρέα με τους χρυσαετούς, χωσμένα από τα αδιάκριτα βλέμματα του πλήθους των θερινών τουριστών. Αφετηρία αυτής της διαδρομής στο πνεύμα της Κρήτης είναι η ήμερη, και διαχρονική, Αργυρούπολη, η ξακουστή αρχαία Λάππα, ειδυλλιακός τόπος άσκησης της ψυχής να δεχθεί το άγριο μήνυμα των ορέων και των φαραγγιών της «σκληρής», Μακαρίας, Κρήτης. Το όνειρο του πολεμιστή, το πάντα επίκαιρο πνεύμα του πολεμιστή. «Στ’ άγρια τα κάστρα πολεμάω / κι έτσι τους χρόνους μου μετρώ». «Γεια σας παρέα» που λέει ο Γιάννης Χαρούλης, τι καλύτερη αρχή για μια καινούργια χρονιά…
 
Στα «Ταξίδια» του «Βήματος» της Πρωτοχρονιάς: Ολα εδώ είναι μάχιμα και  τραγουδούν. Τα νερά στις Πηγές της Αργυρούπολης, τα ερείπια της αρχαίας Λάππας, το άγαλμα της Αφροδίτης,  η Παναγία των Μυριοκεφάλων, τα βουνά του Καλλικράτη, το οροπέδιο του Ασκύφου, το φαράγγι του Ιμπρου, η Χώρα Σφακίων, το Φραγκοκάστελο, οι Δροσουλίτες…

15 Δεκ 2012

Παραμύθι των Χριστουγέννων στο Μεγάλο Χωριό



Ο ιδιαίτερος κόσμος  της Ευρυτανίας προβάλλει διαφορετικός. Τις ημέρες των γιορτών βλέπεις τα ψηλά βουνά στολισμένα με εκατομμύρια χριστουγεννιάτικα δένδρα. Το ελατοδάσος είναι εδώ τόσο εντυπωσιακό και τα άλση των καστανιών δίνουν άφθονα κάστανα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Γενικώς η ευωδιά της γιορτής υπάρχει διάχυτη στην ατμόσφαιρα και στο Μεγάλο Χωριό. Στην πλαγιά της Καλιακούδας είναι στολισμένη με πολύχρωμα λαμπιόνια ακόμη και η βρύση στην πλατεία.
 

Ακόμη πιο στολισμένο όμως είναι το σπίτι της Ανεράδας, πριν από την πλατεία, μια κουκλίστικη γωνιά για να ζήσει κανείς το παραμύθι των Χριστουγέννων: «Μια φορά και έναν καιρό, μια νεράιδα, αφού τριγύρισε όλες τις κορφές των ψηλών βουνών, έφτασε στο Βελούχι, κατηφόρισε διψασμένη να πιει νερό στον ποταμό Καρπενησιώτη και, κουρασμένη πια, έγειρε να ξαποστάσει στη ρίζα μιας καρυδιάς».
 

Η Μαρία Γιαννάκου στολίζει τον ξενώνα όπως το σπίτι της γιατί το αισθάνεται σπίτι της. Γι’ αυτό τούτο το γουστόζικο κατάλυμα, το πρώτο boutique hotel που θυμόμαστε στον ελληνικό χώρο, αποπνέει τη ζεστασιά της  εστίας. Εκτός από το μεγάλο σπίτι, με το μπλε, λιλά, πράσινο, σομόν δωμάτιο και τη σουίτα, υπάρχει και το μικρό σπίτι του κήπου, αυτόνομο, επίσης κουκλίστικο. 
 

Στο Νέο Μικρό Χωριό η ταβέρνα του Νασιόπουλου («Το Χωριάτικο»), στην πλατεία, ήταν πάντα το στέκι της απόλυτης κρεοφαγίας. Η σπεσιαλιτέ του καταστήματος, το αρνάκι σούβλας,  κατεβαίνει από την ψησταριά και τεμαχίζεται αμέσως. Ετοιμα και το κοκορέτσι, το κοντοσούβλι, το αγριογούρουνο και το ζαρκάδι στιφάδο, το ζυγούρι στη γάστρα με φρέσκια ντομάτα και τυριά, τα ωραία λουκάνικα και τα μπιφτέκια. Το ζεστό μικροχωρίτικο μπακλαΐ (μπακλαβάς) της κυρίας Βασιλικής προορίζεται για το  τέλος. Για αλλαγή,  δίπλα στο ποτάμι, λειτουργούν ονομαστές ταβέρνες, όπως το «Πέταλο» και το «Σπίτι του Ψαρά», το οποίο σερβίρει φημισμένη πέστροφα, ψητή ή τηγανητή, αλλά και χόρτα άγρια, χορτόπιτες, τυρόπιτες, κουνέλι, κόκορα με χυλοπίτες και κατσικάκι λαδορίγανη στο πήλινο.
 
Στα «Ταξίδια» του «Βήματος της Κυριακής» 16 Δεκεμβρίου 2012: «Ξενώνες στην Ελλάδα, Ζεστές γωνιές γιορτές»

24 Νοε 2012

Το «Έλυρος» μας ταξιδεύει στην Κρήτη

 
Το βράδυ θα ταξιδέψουμε με το «Έλυρος» για την Κρήτη. Η Έλυρος ήταν η πιο σπουδαία πόλη στη νοτιοδυτική Κρήτη την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή. Τα τείχη της ξεκινούν από το Ροδοβάνι, από το Τειχί, ανηφορίζουν στο λόφο και αρχίζουν να ανεβοκατεβαίνουν μετά στους επόμενους λόφους μέχρι κάτω τη Σούγια και το Λυβικό πέλαγος. Καθώς δεν έχουν γίνει ακόμη εκτεταμένες ανασκαφές, είναι ενταγμένα στη ζωή των κατοίκων της περιοχής. Αποτελούν κι αυτά μέρος των ξερολιθιών που συγκρατούν το χώμα και δημιουργούν τις πεζούλες, τους λώρους της ζωής, που τώρα αρχίζουμε να ανακαλούμε ξανά στη μνήμη μας. Αυτή την εποχή οι άνθρωποι θα σκεπάσουν με τα πανιά τους τα αρχαία τείχη για να μαζέψουν τις ελιές τους. Στο μεταξύ οι παρέες εξακολουθούν να σμίγουν γύρω από τα καζάνια που γουργουρίζουν τη μελωδία της ευτυχίας, καθώς η ρακή, η τσικουδιά, σταλάζει στην άκρη του «λουλά». Είναι ένα φροντιστήριο απλών μαθημάτων φιλοσοφίας του καθημερινού, η ζωή σε αυτά τα μέρη. Καλό μας ταξίδι...

1 Οκτ 2012

Η ματιά του Ισμαήλ Φερίκ Πασά από το Ψυχρό πάνω στο οροπέδιο Λασιθίου

 
«Η πρώτη εικόνα που αντίκρισε σαν νεογέννητος ήταν το οροπέδιο· και, παρ’ όλο που η εικόνα ήταν παλιά όσο και η μνήμη του, του είχε φανεί ταυτόχρονα και γνώριμη και καινούργια. Ψηλοί πρίνοι και μια μεγάλη συκιά πλαισίωναν τα δεμένα χέρια και τα ελεύθερα μάτια του. Είδε μπροστά του τη μικρή χαράδρα και το αναδίπλωμα της απέναντι ράχης που έκρυβε την είσοδο της σπηλιάς. Είδε πόσο μάταια οχύρωσε η φύση το πατημένο σπήλαιο και πόσο σοφά οι παλιοί με τις φαντασίες τους. Δυο γύπες πέταξαν κοντά στον αιχμάλωτο και χύθηκαν περιμένοντας στον κάμπο. Το βλέμμα του τους ακολούθησε κατεβαίνοντας στον στρογγυλό δίσκο του οροπέδιου. Οι βενετσιάνικες αρδευτικές λίνιες, που χώριζαν με αυλάκια νερού τη γη σε μεγάλα καφέ τετράγωνα, έδειξαν την τάξη των φθινοπωρινών αναίμακτων εργασιών αρμονική, σαν άγγελο θανάτου. (…) Το πέτρινο στεφάνι των βουνών μαλακώνοντας τις πλαγιές του έσφιγγε τον οριζόντιο κάμπο. Είδε τα χωριά σκορπισμένα εκεί που έσμιγε η περιφέρεια του οροπέδιου με τις ρίζες των βουνών, και για μια στιγμή τα αντίκρισε ακριβώς όπως τα γνώριζε».

Ρέα Γαλανάκη, «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά»

Ο Αντώνιος Παπαδάκης, ο μεγαλύτερος ευεργέτης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Ισμαήλ Φερίκ πασά, επικεφαλής του αιγυπτιακού στρατού που κατέστρεψε το οροπέδιο το 1866, ήταν παιδιά του παπά Φραγκιά Καμπάνη που άρπαξε από το Ψυχρό ο Χασάν πασάς το 1823. Ο Αντώνιος χρηματοδοτούσε και εμψύχωνε την επανάσταση του 1866-1868 που ο Ισμαήλ επέστρεψε στην Κρήτη για να καταπνίξει...

Αυτό το κομμάτι δεν δημοσιεύτηκε στην περιήγηση στο Λασίθι, στα «Ταξίδια» του «Βήματος της Κυριακής» 30 Σεπτεμβρίου 2012, «Λασίθι: Χορός ανεμόμυλων, λόφων και Ιστορίας».

15 Σεπ 2012

Σαντορίνη, η Καλλίστη ιστορία του ανθρώπου





Κανείς δεν μπορεί να σταθεί ήρεμος απέναντι στη Σαντορίνη. Οι ποιητές που έχουν την ικανότητα να βλέπουν πίσω από τη γιγάντια αυλαία των γκρεμών, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, γράφουν:


Βρεθήκαμε γυμνοί

πάνω στην αλαφρόπετρα

κοιτάζοντας τ’ αναδυόμενα νησιά

κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά

να βυθίζουν

στον ύπνο τους, στον ύπνο μας.

(«Σαντορίνη», Γυμνοπαιδία)

Γυμνοπαιδία; Ο ποιητής εξηγεί ότι εμπνεύστηκε τον τίτλο της ποιητικής ενότητας από τη Θήρα: «Υπήρξε κέντρον αρχαιοτάτης θρησκείας ένθα ετελούντο λυρικοί χοροί αυστηρού και βαρέος ρυθμού καλούμενοι γυμνοπαιδίαι».

Κι ο Οδυσσέας Ελύτης είπε στην «Ωδή στη Σαντορίνη» από τη θητεία του καλοκαιριού:

Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη

Πορφυρογέννητη, αναδυομένη

(«Ωδή στη Σαντορίνη»,

Η θητεία του καλοκαιριού)

Ολα τα μυστήρια της Σαντορίνης αναδύονται μέσα από τα χρώματα. Η ένταση από τα σκούρα χρώματα της καλντέρας, των ακρογιαλιών και των νησιών, η ηρεμία από τα γλυκά χρώματα των τοιχογραφιών του Ακρωτηρίου. Αυτή η ηρεμία υπάρχει στην ενδοχώρα της Καλντέρας, εκεί που το μικρό καλοκαιράκι σβήνει την ένταση ανάμεσα στα σοκάκια των χωριών, όπως του Πύργου, του Βόθωνα, της Φοινικιάς, στα αμπέλια στο Ακρωτήρι, στον Εμπορειό, στη Μεσσαριά, στον Βουρβούλο, και στις ακρογιαλιές – Περίβολος, Μονόλιθος, Κολούμπος, Μπαξέδες – που έχουν βυθό από μαύρα βότσαλα που γυαλίζουν στον ήλιο που στέκει πάνω απ’ όλα και αποθεώνεται στην άκρη της Οίας την ώρα που βουτά στη θάλασσα τελετουργικά, σαν ένα είδος ιεροτελεστίας για το πλήθος που τον παρακολουθεί και τον χειροκροτεί.

«Αυτό το πέτρινο μισοφέγγαρο στις εσχατιές των Κυκλάδων», έγραφε ο Μάριος Πλωρίτης που είχε δεσμό αίματος με το νησί, «λες και συνοψίζει την ιστορία του ανθρώπου, απ’ τα αρχέγονα βήματά του ως τη δημιουργία των πρώτων οργανωμένων οικισμών, απ’ τη διασταύρωση των αρχαίων και νεότερων πολιτισμών ως την άλωσή τους απ’ τους σημερινούς “-ισμούς”».

«Σαντορίνη, κάλλος και δέος», στα «Ταξίδια» του «Βήματος της Κυριακής» 16 Σεπτεμβρίου 2012

14 Ιουλ 2012

Κάσος και Δημήτρης Κούκος: «Βρήκα το νησί των ονείρων μου»

Ο ζωγράφος Δημήτρης Κούκος, η επίσης ζωγράφος σύζυγός του Αντα Τσιροπούλου και η κόρη τους Βάσω κατέβηκαν από το καράβι που ερχόταν από τη Ρόδο και μας προσπέρασαν απορροφημένοι καθώς ήταν από την εικόνα των σπιτιών του Φρυ που αγκάλιαζαν το λιμάνι, των άλλων χωριών που αγκάλιαζαν το Φρυ και τα βουνά που αγκάλιαζαν τα χωριά και το Φρυ. Αργότερα, ο Δημήτρης Κούκος, ο δεξιοτέχνης του χρώματος που με ασαφή υλικά δημιουργεί μια πολύ δυνατή αίσθηση του τόπου, θα μας πει: «Οταν άρχισα να ζωγραφίζω, μου έβγαιναν θύμησες από τα όνειρά μου. Οχι από άλλα νησιά, αλλά από τα όνειρα που έκανα παιδί. Ονειρευόμουν να βρω ένα νησάκι, το έβλεπα στη φαντασία μου, με ζεστά χρώματα και ζεστούς ανθρώπους».

Τα ζεστά χρώματα της Κάσου είναι η ώχρα και η όμπρα (τα γήινα χρώματα) σε συνδυασμό με το γκρίζο και το κόκκινο. Οσο για τους ανθρώπους, ο Δημήτρης Κούκος λέει: «Πρώτη φορά είδα ένα νησί να γίνεται κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ μια παρέα και να συγκεντρώνεται το μεσημέρι στον Εμπορειό και το βράδυ στην Μπούκα». Η Μπούκα, έτσι όπως την αγκαλιάζουν τα σπίτια του Φρυ, ήταν από τα πρώτα θέματα που κέρδισαν την προσοχή του ζωγράφου. Σε πρώτο πλάνο έβαζε τα ιδιαίτερα κασιώτικα σπίτια, στο χρώμα της ώχρας. «Η Κάσος έχει πολύ ωραία σπίτια με το άρωμα των καιρών, που δεν τα βρίσκεις σε άλλα νησιά» σχολιάζει. «Αυτή τη μονόριχτη, επικλινή, σκεπή δεν την έχω δει πουθενά αλλού και την έχω ζωγραφίσει πάρα πολλές φορές».

Ο Δημήτρης Κούκος, καθώς ζωγραφίζει μόνο εκ του φυσικού, βρίσκει τα θέματά του στον δρόμο. Σταματά, απλώνει τους μουσαμάδες του, παιδεύει ώρες τα χρώματά του το ένα πάνω στο άλλο, και στο τέλος αφήνει τους μουσαμάδες πάνω στους βράχους να στεγνώσουν. Το ίδιο έκανε και στην ταράτσα της ταβέρνας «Εμπορειός». Ζωγράφιζε απέναντι το πιο ψηλό βουνό της Κάσου να κατεβαίνει ως τη θάλασσα, ενώ η Αντα Τσιροπούλου ζωγράφιζε την Παναγία του Εμπορειού με τους φοίνικες στην αυλή της. Ο Μιχάλης του Αγά «ζωγράφιζε» και εκείνος στην κουζίνα του, αλλά τον έτρωγε η περιέργεια τι έκαναν οι ζωγράφοι στην ταράτσα του, ωστόσο δεν ανέβηκε ούτε όταν ήταν εκεί ούτε όταν άφησαν τα έργα τους να στεγνώσουν και έφυγαν…

Μια από τις μεριές της Κάσου που συγκίνησε πάρα πολύ τον Δημήτρη Κούκο ήταν η διαδρομή μετά το αεροδρόμιο, προς τον Αγιο Κωνσταντίνο και τον Αντιπέρατο. «Ηταν σαν να το είχα ξαναδεί αυτό το τοπίο. Και τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα μέρος από τα όνειρα που έβλεπα παιδί». Από τις δυνατές εικόνες της Κάσου είναι, κατά τον Δημήτρη Κούκο, η θέα από τον Προφήτη Ηλία, όπου ανέβηκε με τα πόδια, και το χωριό Πόλι, στον δρόμο για τον Αϊ-Μάμα. «Το χρώμα της Κάσου το κατάλαβα καλύτερα όταν άρχισα να περπατώ προς τα βουνά. Στον Αγιο Μάμα, το μοναστήρι, ο φοίνικας, τα ξερά κλαδιά, οι βράχοι και το πέλαγος από κάτω, αυτό το τελείως απόκρημνο, δημιουργεί μια πρωτόγνωρη ένταση».
Ο ζωγράφος ξεχωρίζει επίσης και το ταξίδι στ’ Αρμάθια. «Το νησί δίνει μια ωραία αίσθηση, όπως και το ταξίδι ως εκεί. Αισθάνεσαι καλύτερα την Κάσο όταν τη βλέπεις από απέναντι. Τελικά αυτό το νησί, το ζεστό και το άφθαρτο, το σκεφτόμουν πάντα»…

29 Μαΐ 2012

Μυθικά τοπία και ανθρώπινα στη σκιά του Ολύμπου



Ακούγεται μυθικό, αλλά είναι κιόλας. Από την κορυφή των κορυφών, από το πιο ψηλό σημείο της ελληνικής γης, η ομορφιά, σαν άλογο της φυλής του Βουκεφάλα, σαν την ομίχλη που ακόμα κι αυτή την εποχή είναι παρούσα, κατεβαίνει τις συναρπαστικές πλαγιές μέσα από το φαράγγι του Ενιπέα και λούζεται στις ακτές του Θερμαϊκού. Μεθά στη Μεθώνη, όπως η παράδοση θέλει τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων Δία, αλλά και τον Νέο Παντελεήμονα – με τσίπουρο από κούμαρα –, στη Ράχη, με θέα τους απίθανους όγκους του Ολύμπου και των Πιερίων, και αλλού. Θεϊκά πράγματα δηλαδή, όπως η θαλασσινή γεύση των μυδιών του Μακρύγιαλου ή η γήινη ευωδιά των κερασιών της Ράχης, τα αναζωογονητικά λασπόλουτρα και τα ροζ φοινικόπτερα στην Αλυκή του Κίτρους, το λίκνισμα των κύκνων στον υδροβιότοπο της Νέας Αγαθούπολης, η γειτονιά των πελαργών στην πλατεία στο Αιγίνιο, τα ίχνη της νέας θρησκείας στην ακρόπολη της Πύδνας, εκεί που ακούστηκε το κύκνειο άσμα του μακεδονικού βασιλείου. Τα θεϊκά πράγματα ωστόσο στην αρχαία ελληνική θρησκεία βρίσκονταν πολύ κοντά στα ανθρώπινα. Ετσι, ουσιαστικά, εξανθρώπιζαν το Σύμπαν. Η Τζάστιν Σαπίρο, ένας από τους παγκόσμιους οδοιπόρους του Travel Channel, έλεγε ότι το ταξίδι αξίζει κυρίως γι’ αυτούς που γνωρίζεις. Εμείς γνωρίσαμε τον Βασίλη, την Ευαγγελία, τους Απόστολους, τον Μιχάλη, τον Στέλιο, τον Δημήτρη, είδαμε ξανά τον Τάκη, τον Βασίλη, τον Γρηγόρη, δεν μπορέσαμε να δούμε τον Λάζαρο, τον Γιώργο, τον Κώστα. Ολων όμως το μεράκι για τον τόπο τους υπάρχει μέσα σε αυτό το κομμάτι…


Στη ριβιέρα του θεϊκού βουνού
Στη σκιά του θρόνου του Ξένιου Διός, το ανθρώπινο «τοπίο» είναι εξίσου γοητευτικό με το φυσικό. Η σχέση μας με τη χώρα του Ολύμπου και των Πιερίων έγινε δεσμός μέσα από τις σχέσεις με τους ανθρώπους της. Αυτή τη φορά ζήσαμε τις ακτές των βουνών των θεών και των Μουσών. Στην παραλία της Κατερίνης, καθόμαστε στην ταβέρνα «Paprika» του κοσμήματος της παραλίας, του ξενοδοχείου πέντε αστέρων «Mediterranean Village Hotel & Spa», με τους ιδιοκτήτες του, τους αρχιτέκτονες Ευαγγελία και Βασίλη Λάμπρου, οι οποίοι έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στη φυσιογνωμία της περιοχής αλλά και έχουν σφραγίσει τα ξενοδοχεία τους με τη σφραγίδα της περιοχής. Στον όμιλο «Mediterranean Hotels» ανήκουν επίσης άλλα δύο ξενοδοχεία στην παραλία της Κατερίνης, τα «Mediterranean Princes» και «Mediterranean Resort», και ένα στο Λιτόχωρο, το «Olympus Mediterranean». Αυτή τη διαδρομή ακολουθεί και το οδοιπορικό μας, από το ψηλότερο σημείο που μπορεί να φτάσει ο επισκέπτης με αυτοκίνητο, τα Πριόνια, στα 1.100 υψόμετρο, κατηφορίζει ως τη «Ριβιέρα» του μυθικού βουνού, στη Βόρεια Πιερία.


Εδώ λοιπόν, έχοντας μπροστά μας ένα μέτωπο 700 μέτρων αμμουδιάς, πίνουμε τσίπουρο που παράγει η οικογένεια της Ευαγγελίας και πάνω στο τραπέζι απλώνονται όλα τα καλά του Θερμαϊκού: μύδια σαγανάκι και τηγανητά, από τα εκτροφεία απέναντι στον Μακρύγιαλο και στη Μεθώνη – μια ενδιαφέρουσα ιστορία της περιοχής –, σουπιά ψητή, ζακέτες, ουρές πεσκανδρίτσας, λακέρδα, γοβιοί, αχνιστός γάβρος, μανιτάρια με λάδι άσπρης τρούφας και σκορδόψωμο, πίκλες και χταπόδι αγιορείτικο. Ο Βασίλης Λάμπρου γοητεύεται από τη λιτότητα του Αγίου Ορους και αυτό υπάρχει μέσα στη διακριτική πολυτέλεια του ξενοδοχείου. Στις 2 Ιουνίου, ο μοναχός Επιφάνιος φέρνει από τον Αθωνα τους θεόρατους ταβάδες του έξω από το «Paprika» και μαγειρεύει στα ξύλα ροφό με σάλτσα, σε μια βραδιά αγιορείτικης μαγειρικής και κρασιού. Ανάμεσα στο ξενοδοχείο και στην αμμουδιά, καλόγουστα καθιστικά, καφέ και μπαρ «πλέουν» στον ατέλειωτο λαβύρινθο των τεχνητών λιμνών με τους φοίνικες και τις πολλές πισίνες με τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες. Σε αυτά «βλέπουν» οι δύο μεζονέτες σουίτες VIP με τις δικές τους πισίνες, οι λουξ σουίτες, τα άνετα superior δωμάτια που είναι τα βασικά του ξενοδοχείου, και τα δωμάτια. Ολα αυτά αναπτύσσονται σε ανθρώπινες κλίμακες κατά μήκος της παραλίας, προσεγμένα στην κάθε τους λεπτομέρεια. Σε όλα τα ξενοδοχεία, στον χώρο υποδοχής, υπάρχει πάντα το «καλώς όρισες», ένα ποτό ή ένα αναψυκτικό, που το εννοούν πραγματικά μέσα σε μια λογική φιλοξενίας που διαπερνά τα καταλύματα. Αυτό φαίνεται και από τους πλούσιους μπουφέδες του πρωινού. Ο επισκέπτης μπορεί να μη γνωρίσει από κοντά τον Βασίλη και την Ευαγγελία Λάμπρου, ούτε τον Βασίλη Δήμου, αλλά σίγουρα μπορεί να αισθανθεί τους παλμούς της ανοιχτής τους καρδιάς…


Φλαμίνγκο, λασπόλουτρα, αρχαία ερείπια και μύδια
Από τα πιο δυνατά κομμάτια του «Mediterranean Village» είναι το Spa. Γενικώς αυτή η περιοχή φημίζεται για τα αναζωογονητικά λουτρά που έχει τη δυνατότητα να προσφέρει στους επισκέπτες. Τα πιο γνωστά είναι τα αλατούχα λασπόλουτρα στην Αλυκή του Κίτρους.

Από τη βόρεια άκρη του ξενοδοχείου, ο παραλιακός δρόμος περνά από τον Κορινό (10 χλμ.) και φτάνει στο γραφικό λιμανάκι του Κίτρους (5 χλμ. μετά τον Κορινό) και στις αλυκές. Πριν από τις αλυκές υπάρχουν οι «θερμάστρες», μεγάλες δεξαμενές σκαμμένες στο χώμα με νερό διαφορετικής πυκνότητας σε αλάτι. Από τον Ιούνιο, πλήθος επισκεπτών μπαίνουν στις «θερμάστρες», κάνουν μπάνιο, αλείφονται με λάσπη και μετά πηγαίνουν στη θάλασσα και ξεπλένονται. Αυτό το λουτρό έχει ευεργετικά αποτελέσματα σε παθήσεις των οστών, δερματικές παθήσεις, αποκατάσταση καταγμάτων κ.ά., αλλά και στην αναζωογόνηση του δέρματος και του οργανισμού. Μετά συνεχίζουν στα «τηγάνια» της τεράστιας αλυκής – που πάντοτε εντυπωσίαζε με το μέγεθός της τους παλαιούς περιηγητές, όπως τον Ιταλό Τζιοβάνι Ατζιολέλο. Τώρα εντυπωσιάζει τους νέους περιηγητές με τα κοπάδια των τριανταφυλλί φοινικόπτερων που ξεχειμωνιάζουν εδώ.

Ο δρόμος κάνει ένα γύρο το λιμανάκι και πηγαίνοντας δεξιά, τρέχει πάλι παράλληλα με την ακτογραμμή για τον Μακρύγιαλο (3 χλμ.), τον παραθαλάσσιο οικισμό, τον μοναδικό ανάμεσα σε δύο λόφους, που ο Απόστολος Λάγιος λέει ότι είναι νησί. Από τον δεύτερο λόφο, του Γκαλίτσιου, η θέα προς τον οικισμό και την προκυμαία του είναι πολύ ωραία.

Πριν, στο Παλιόκιτρος, τα ερείπια στην κορυφή της ακρόπολης της Πύδνας προβάλλονται στα νερά του Θερμαϊκού. Είναι της Βυζαντινής Επισκοπής Κίτρους, της τελευταίας φάσης της ζωής της ακρόπολης. Η Πύδνα είχε μετονομαστεί τον 6ο - 7ο αιώνα σε Κίτρος και ήταν η σπουδαιότερη πόλη της μεσαιωνικής Πιερίας. Πάντοτε όμως ήταν σπουδαία, καθώς λέγεται ότι πιθανόν να ήταν εδώ το βασικό λιμάνι του μακεδονικού βασιλείου και εδώ δολοφονήθηκε η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ολυμπιάδα, κατ’ εντολή του Κάσσανδρου. Κάποιοι θέλουν τον τάφο της στην τούμπα του Μακρύγιαλου. Και σίγουρα κάπου εδώ, στη μάχη της Πύδνας, το 148, γράφτηκε ο επίλογος του μακεδονικού βασιλείου με την υποταγή του στους Ρωμαίους. Μας ξεναγεί ο υπάλληλος Θανάσης Γκιουλμετάρογλου, ο οποίος μας φωτογραφίζει για να βάλει τη φωτογραφία μας σε μια ιδιότυπη έκθεση στο μικρό καμαράκι του.

Στον Μακρύγιαλο μας παραλαμβάνει με τη βάρκα του ο μυδοπαραγωγός και δεινός ψαράς Βασίλης Δανιηλίδης, για να μας πάει σε ένα εκτροφείο όπου εκείνη την ώρα ένα μεγάλο καΐκι έβαζε πλαστικά βαρέλια στις αρμαθιές των μυδιών για να τις κρατά ψηλά, για να είναι κοντά στην τροφή – που είναι πλούσια σε αυτά τα νερά – και στο φως του ήλιου που έχουν ανάγκη για να αναπτυχθούν. Αλλες φορές ανεβάζουν τις αρμαθιές των μυδιών για να τα πλύνουν. Γενικώς ασχολούνται συνεχώς επί έναν χρόνο, για να γίνουν από ελάχιστος γόνος μεγάλα όστρακα με πλούσια «ψίχα».

Τα μύδια είναι το βασικό στοιχείο της ζωής σε αυτές τις παραλίες. Τα βαρέλια φαίνονται παντού. Καθώς είναι ο σπουδαιότερος πόρος των ανθρώπων – κυρίως πηγαίνουν για εξαγωγή –, έχουν διαμορφώσει μια κουλτούρα και μια παράδοση σε σχέση με αυτά. Μάλιστα το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου διοργανώνεται εδώ στον Μακρύγιαλο μυδοχαρά. Οι παραγωγοί μυδιών έψαξαν τις παραδοσιακές συνταγές που επιβίωσαν στο χωριό τους, αλλά και τις σύγχρονες γκουρμέ τάσεις, και τις έβαλαν σε ένα βιβλιαράκι: «Συνταγές με μύδια».


Κύκνοι, βόλτα στη ζωή και πελαργοί
Από τον Μακρύγιαλο συνεχίσαμε παραλιακά για Μεθώνη, με τη χαρακτηριστική για την περιοχή προκυμαία της, και Νέα Αγαθούπολη (5 χλμ.), όπου μετά το χωριό υπάρχει το Παρατηρητήριο Πουλιών, ένα από τα ωραιότερα της Ελλάδας. Οταν ανεβήκαμε εμείς, στη μικρή λίμνη κολυμπούσαν κύκνοι. Μπορέσαμε να τους δούμε μπροστά μας με τα κιάλια και το τηλεσκόπιο που διαθέτει το Παρατηρητήριο. Υπήρχαν επίσης βιβλία και αφίσες για να αναγνωρίζουν οι παρατηρητές τα πουλιά που βλέπουν. Αλλες εποχές παρατηρούνται εδώ όλα τα είδη των παπιών, ακόμη και στικταετοί, χρυσαετοί, βασιλαετοί και ο πολύς σπάνιος θαλασσαετός. Το Παρατηρητήριο βρίσκεται στην άκρη μιας απέραντης κιβωτού ζωής, του προστατευόμενου δέλτα Αξιού - Λουδία - Αλιάκμονα.

Μέσα σε αυτή τη ζωντανή φύση, που κάνει τους κύκλους της χωρίς να την ενοχλεί κανείς, κινείται ένα σύντομο μονοπάτι, το οποίο καταλήγει σε ένα προωθημένο μέσα στον υγροβιότοπο κιόσκι. Αυτή την εποχή οι πεζοπόροι πρέπει να έχουν το νου τους γιατί σε έναν ζωντανό τόπο τα ψηλά χορτάρια κρύβουν και φίδια. Ο ποδηλατόδρομος όμως, ο οποίος ξεκινά από το Παρατηρητήριο – μήκους 1 χλμ. – και καταλήγει μέσα στη Νέα Αγαθούπολη στο θεματικό περίπτερο, είναι καθαρός. Ποδήλατα μπορούν οι επισκέπτες να πάρουν από το Παρατηρητήριο ή μπορούν και να περπατήσουν τον ποδηλατόδρομο. Στο θεματικό περίπτερο παρουσιάζεται (Σάββατο και Κυριακή 10.00 με 13.00 ή τις καθημερινές κατόπιν συνεννόησης) το πρόγραμμα «Μικρόκοσμος» που είναι μια ξενάγηση στον κόσμο των εντόμων.

Από τη Νέα Αγαθούπολη βγαίνουμε στην Εθνική οδό για να πάμε στο Αιγίνιο (5 χλμ.). Το χωριό το έχουν επιλέξει για σπίτι τους πολλά ζευγάρια πελαργών και κάθε χρόνο επιστρέφουν για να επισκευάσουν τη φωλιά τους, να κλωσήσουν τα αβγά τους και να μεγαλώσουν τα μικρά τους. Στις κολόνες γύρω από την πλατεία του χωριού υπάρχουν 37 φωλιές.


25 Μαΐ 2012

Κότσυφας στο μπαλκόνι μου


Δεν είναι και μικρό πράγμα να σε επισκέπτεται η ζωή στο μπαλκόνι σου και μάλιστα στην Αθήνα. Δεν μας λείπει η φύση, αφού ταξιδεύουμε συχνά για τα ταξιδιωτικά ρεπορτάζ μας σε περιοχές με πλούσια ζωή. Επιδιώκουμε να βρισκόμαστε μέσα στη φύση που ανενόχλητη κάνει τους κύκλους της, όπως στο πιο πρόσφατο ταξίδι μας στη βόρεια Πιερία, στον υγρότοπο της Νέας Αγαθούπολης ή στο φαράγγι του Ενιπέα στον Όλυμπο. Αλλά ενθουσιαστήκαμε, όταν πριν από κάποια χρόνια, ακούσαμε στη γειτονιά μας, στην Αργυρούπολη, το μελωδικό τραγούδι ενός κότσυφα.

Το μοναχικό τραγούδι, ψηλά πάνω από την κεραία τηλεόρασης, έγινε χρόνο με το χρόνο ολόκληρη συναυλία, ειδικά το ξημέρωμα, μεταξύ 5ης  και 6ης πρωινής. Είναι φανερό ότι τα κοτσυφια πλήθαιναν και κάθε άνοιξη θα έρχονταν ξανά να μας τραγουδούν για πάντα. Πλήθαιναν; πώς πλήθαιναν; Το είδα χθες και ενθουσιάστηκα, μπορώ να πω και συγκινήθηκα.


Η αμέλεια για την επισκευή μιας βρύσης που στάζει, έφερε έναν κότσυφα στο μπαλκόνι μπροστά στην πόρτα του γραφείου μου. Μάζευε τις σταγόνες που έπεφταν με κίτρινο ράμφος του και συμπλήρωνε το νερό που χρειαζόταν από τη λιμνούλα που δημιουργούσαν. Και χθες ήλθε όλη η οικογένεια, το ζεύγος και το μικρό τους, αρκετά μεγάλο ώστε να μπορεί να πετάξει. Όταν ήπιαν, η μητέρα ανέβηκε στο δένδρο που φύτρωσε μόνο του στην πρασιά τη χρονιά που γεννήθηκε ο γιος μας, πριν 20 χρόνια, έλεγξε την κατάσταση και κάλεσε το μικρό της να πετάξει ως εκεί. Το μικρό πέταξε στο κοντινό δένδρο και κρύφτηκε μέσα στα φύλλα. Οι γονείς του πέταξαν μακριά.

Δεν ξέρω αν το πέταγμα του μικρού ήταν προς την ανεξαρτησία ή έμεινε εκεί κρυμμένο για να του φέρουν τροφή. Έμεινε όλη την ημέρα κρυμμένο στο δένδρο, αλλάζοντας απλώς θέσεις όλο και πιο ψηλά. Σήμερα το πρωί, το κοτσυφόπουλο έλειπε από το δένδρο. Όμως η αίσθηση της ζωής και της συνέχειάς της - ειδικά σε τέτοιες γκρίζες εποχές - είναι διάχυτη και μας συνεπαίρνει...

2 Μαΐ 2012

Γάιδαρος στα κεραμίδια την Πρωτομαγιά στη Γαλήνη της Νάξου




Ο Μάιος μπήκε στη Γαλήνη και στον Κυνίδαρο της Νάξου με πλήθος γαϊδουριών ανεβασμένα στις ταράτσες των σπιτιών. Σίγουρα τα συμπαθή τετράποδα, που υπάρχουν ακόμη πολλά στο νησί, δεν ανέβηκαν με τη θέλησή τους, αλλά με τη θέληση της παρέας των πιο σκανταλιάρικων νέων του χωριού. Μάλιστα, κάποια γαϊδούρια φάνηκαν να είναι «εξοικιωμένα» με το ανέβα κατέβα, που σχεδόν συνεργάστηκαν με την «παλιοπαρέα» για να κατέβουν. Τα γαϊδούρια να ανεβάζουν κρυφά τη νύχτα και τα κατεβάζουν φανερά το απόγευμα μπροστά στα έκπληκτα μάτια των επισκεπτών, με σχοινιά. Πάντως όλη την ημέρα τα φρόντιζαν εκεί ψηλά που τα είχαν ανεβάσει. Το έθιμο γαρ...

12 Απρ 2012

Η χάρη του Αϊ-Γιώργη του Μαντιλά στα Μετέωρα


Με κομμένη την ανάσα…
Τα Μετέωρα σου κόβουν την ανάσα, είτε κοιτάς τους θεόρατους βράχους, είτε παρακολουθείς τους ανθρώπους να σκαρφαλώνουν σε αυτούς. Και τα δυο έχουν σχέση μεταξύ τους. Οι επιβλητικοί βράχοι είναι πρόκληση να ανέβεις στην κορυφή τους και ένα τόσο όμορφο τοπίο, από ψηλά, φαντάζει στα μάτια σου εκπληκτικό. Κι όλα αυτά τα απολαμβάνεις δοκιμάζοντας τις δυνάμεις σου, χωρίς να χρειαστεί να γίνεις μοναχός στις κορυφές των βράχων. Κι αυτοί τις αντοχές τους θέτουν σε δοκιμασία και κερδίζουν τη γαλήνη. Γι αυτό η αναρρίχηση στο πέτρινο δάσος είναι παράδοση, και τόσο δεμένη με τη ζωή του τόπου. Τι πιο ζωντανό από το έθιμο του Αι Γιώργη του Μαντηλά. Όλα μαζί, βράχοι, αναρρίχηση, πίστη, παράδοση, γίνονται ένας χορός την ημέρα της εορτής τους δυναμικού άγιου, στις 23 Απριλίου. Οι άνθρωποι που ζουν στη σκιά των Μετεώρων, στο Καστράκι και την Καλαμπάκα, έρχονται στη βάση του Αγίου Πνεύματος και κρατούν μαντήλια. Μετά τη λειτουργία φεύγουν κρατώντας πάλι μαντήλια και πηγαίνουν να χορέψουν στην πλατεία στο Καστράκι, τραγουδώντας για τους αγέρωχους βράχους που τους κοιτάζουν από ψηλά…


Η παλιά ιστορία  της αναρρίχησης
Η ένταση προς τον ουρανό, έθελγε πάντα τους ανθρώπους και αυτοί οι απόκοσμοι βράχοι ήταν μια «σκάλα» για να σκαρφαλώσεις πιο κοντά στο Θεό. Βλέπεις παντού στους κάθετους ή και με αρνητική κλήση βράχους ανθρώπους να αγωνίζονται να ανέβουν. Ακόμη και με πολύ σύγχρονο εξοπλισμό, με κατάλληλα ρούχα, ανθεκτικά σχοινιά, καρφιά και ασφάλειες, με διαμορφωμένες ήδη στρατηγικές αναρρίχησης, αυτές οι διαδρομές παρουσιάζουν το μέγιστο βαθμό δυσκολίας. Το λένε και τα ονόματά τους, είτε αυτά είναι ποιητικά όπως «Ουράνια Σκάλα», «Γραμμή της Πίπτουσας Σταγόνας»,  «Δρόμος των Νερών», ή περιγράφουν πολύ ρεαλιστικά την κατάσταση, όπως η διαδρομή «Δίεδρο της Σχιζοφρένειας» στον βράχο του Αγίου Πνεύματος. Στην κορυφή αυτού του βράχου ο τσάρος των Σέρβων Στέφανος Δουσάν διέταξε σε ανάμνηση των στρατιωτικών νικών του στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία να στηθεί το 1348 ένας μεταλλικός σταυρός. Αυτοί που τον κατέβασαν το 1975 για να τον τοποθετήσουν στη μονή Βαρλαάμ, έφτασαν στην κορυφή του βράχου με ελικόπτερο. Αποκλείεται ο σταυρός να τοποθετήθηκε με τον ίδιο τρόπο. Κάποιος σκαρφάλωσε και τον τοποθέτησε. Πως κατάφερε όμως κάτι που ακόμη και με τα σύγχρονα μέσα φαντάζει ακατόρθωτο;
Η δυσκολία του εγχειρήματος ανάβασης στους βράχους, έκανε πολλούς να φαντάζονται απίθανες μεθόδους για την πραγματοποίησή του.  Ετσι είδαν μέχρι και χάρτινους ή και πραγματικούς αετούς να μεταφέρουν σχοινιά στις κορφές των βράχων. Αλλά, όπως μας είχε διαφωτίσει παλιότερα  ο δεινός ορειβάτης Χρήστος Λάμπρης, στους βράχους ανέβαιναν άνθρωποι με δικές τους δυνάμεις ήδη από πολύ παλιά. Μάλιστα στη διάρκεια του 14ου αιώνα κάποιος άνθρωπος έφτασε σχεδόν στην κορυφή του τρομερού βράχου Αλυσος, περνώντας με τα στοιχειώδη μέσα της εποχής από ορισμένα περάσματα 5ου βαθμού δυσκολίας. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχουν ίχνη τόσο δύσκολης αναρρίχησης σε τόσο πρώιμη εποχή. Φανταστείτε ότι η πρώτη επίσημη αναρριχητική διαδρομή πραγματοποιήθηκε το 1842 στο Μοντ Αϊγκίγ στο Ντοφινέ με τη βοήθεια σκάλας και σχοινιών από τον Αντουάν ντε Βιλ και τους οκτώ σχοινο-συντρόφους του.
Φαίνεται όμως ότι δεν ήσαν μοναχοί οι πρώτοι που ένοιωσαν την ανάγκη να κινηθούν προς τον ουρανό. Ο όσιος Αθανάσιος, ο οποίος ίδρυσε τη μονή του Μεγάλου Μετεώρου πριν πεντακόσια τόσα χρόνια, προσέλαβε ιθαγενή αναρριχητή για να τον βοηθήσει να ανέβει στον Πλατύ Λίθο. Οι αναρριχητές χρησιμοποιούσαν στην αρχή μια σκάλα και στη συνέχεια άρχιζαν να μπήγουν ξύλα στις τρύπες του βράχου, ή σκάλιζαν σκαλοπάτια όπου μπορούσαν. Την ίδια ανάγκη αισθάνονται και σήμερα πάρα πολλοί αναρριχητές – τα Μετέωρα είναι ένα από τα πιο διάσημα πεδία αναρρίχησης στον κόσμο – και μεθοδικά και μεγάλη υπομονή κερδίζουν πόντο-πόντο την κάθετη, λεία επιφάνεια του βράχου μέχρι την κορυφή. Είναι τόσο συναρπαστικό το εγχείρημα, που ακόμη και οι επίσης πολλοί θεατές, νοιώθουν έντονα την αγωνία της προσπάθειας, αν και γνωρίζουν ότι οι αναρριχητές φροντίζουν το κάθε μικρό βήμα τους να είναι ασφαλισμένο…
Ο βράχος με τα τάματα
Δυο φορές το χρόνο,  οι άνθρωποι των Μετεώρων που έχουν την αναρρίχηση στο αίμα τους, ανεβαίνουν της Αγίας Τριάδας στην κορυφή του ομώνυμου βράχου και τοποθετούν ένα μαντήλι και του Αγίου Γεωργίου ή τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα, πάλι στον ίδιο βράχο, ανεβάζουν εκατοντάδες μαντήλια στη σκήτη του Αγίου.
Εδώ στη πλευρά του Αγίου Πνεύματος που βλέπει προς το Καστράκι, σε ένα κοίλωμα στη μέση της τέλεια κομμένης, με μαχαίρι λες, πλευράς, υπάρχει η παλιά σκήτη του Αγίου Γεωργίου. Τώρα σώζονται μερικά ερείπια και ξεχωρίζει μια βραχογραφία του Παντοκράτορα. Η παράδοση θέλει έναν Τούρκο που έκοβε ξύλα, να καταπλακώνεται από έναν κορμό και να κινδυνεύει η ζωή του. Η γυναίκα του έσπευσε να αφιερώσει στον Αγιο τη μουσουλμανική μαντίλα της. Κι έτσι ο Αι Γιώργης έγινε Μαντιλάς.
Οι πιστοί προσπερνούν το καινούργιο εκκλησάκι που οικοδομήθηκε στη βάση του βράχου και στο οποίο έχει ήδη αρχίσει η λειτουργία, και πηγαίνουν στα παιδιά που από νωρίς έχουν αρχίσει να ανεβοκατεβαίνουν με τη βοήθεια σχοινιών από την σκήτη. Τους δίνουν καινούργια μαντίλια και λαμπάδες κι αυτά τα περνούν στη μέση τους και αρχίζουν να σκαρφαλώνουν με το πολύχρωμο φορτίο τους. Είναι εξασκημένοι, αλλά και πιστεύουν ότι κάποιος του φυλάει, γιατί ποτέ δεν συνέβη μεγάλο κακό. Πάνω μαζεύουν και ζώνονται τα μαντίλια που κρέμασαν την προηγούμενη χρονιά, και ξεζώνονται και κρεμούν τα καινούργια. Τα παλιά τα πάνε στο ιερό της εκκλησιάς και οι επίτροποι τα κόβουν κομμάτια και τα προσφέρουν ως φυλακτά μαζί με τον άρτο, το αντίδωρο και παραδοσιακό γλύκισμα από στάρι.

Κάποια στιγμή, οι αναρριχητές ακούγονται να τραγουδούν πάνω στη σκήτη. Αυτό είναι το σύνθημα ότι η τελετή πάει να τελειώσει. Ενας ένας πιάνουν τα σχοινιά και αρχίζουν να κατεβαίνουν.  Ο τελευταίος περνά  ένα άσπρο μαντήλι στο μεγάλο καρφί που ήταν στερεωμένα τα σχοινιά. Τα σχοινιά πέφτουν και το μαντήλι μένει εκεί να ανεμίζει μαζί με όλα τα άλλα πάνω στη σκήτη.
Οι αναρριχητές μαζί με όλους τους άλλους χωριανούς τους κατηφορίζουν στην πλατεία στο Καστράκι και πιάνουν στην πλατεία έναν τεράστιο κύκλο, έναν απίθανο χορό τραγουδώντας μόνο με το στόμα τους, χωρίς όργανα ή μεγάφωνα, παραδοσιακά τραγούδια με φόντο τους βράχους της ζωής τους.

Ολόκληρο το ρεπορτάζ για τα Μετέωρα στα Ταξίδια του "Βήματος" το Μεγάλο Σάββατο 14 Απριλίου

6 Απρ 2012

Μεγάλη Εβδομάδα στη Μονεμβασιά


Η μαγεία και το μυστήριο της σιωπής

Το Κάτω Κάστρο κοιμάται αγκαλιά με τη σιωπή του: «Τοπίο σκληρό σαν τη σιωπή» μονολογούσε ο ποιητής. Μόνο ο ήλιος κάνει «θόρυβο» στον ορίζοντα, όσο θόρυβο μπορεί να κάνει ο ήλιος που αφήνει το επισκεπτήριό του προβάλλοντας από τα σύννεφα. Αυτό όμως είναι αρκετό να γλυκάνει το τοπίο, κάνοντας την εκκλησιά της Παναγίας πραγματικά Χρυσαφίτισσα. Κι η θάλασσα κάνει ένα γλυκό θόρυβο, καθώς νανουρίζει την πολιτεία που κοιμάται ακόμη μέσα στο λίκνο των αιώνων. Πίσω το Επάνω Κάστρο, στα χρώματα της άνοιξης στέκει ακόμη πιο σιωπηλό. Είναι ξημέρωμα, αλλά εδώ πάνω λίγοι επισκέπτες ανεβαίνουν το οχυρωμένο καλντερίμι και αυτοί δεν μιλούν ανάμεσα στα ερείπια. Αν δεν φυσούσε τόσο δυνατά ο αγέρας, ίσως ακουγόταν το μολύβι του Πάβλου Χαμπίδη, του ζωγράφου με όλα τα στοιχεία παλιού περιηγητή του θρυλικού Grand Tour των ευρωπαίων ευγενών, που σκιτσάριζε συγκρατώντας με κόπο τα χαρτιά του τη ριψοκίνδυνη Αγία Σοφία. Τίποτε δεν είναι ικανό να σε εμποδίσει να προσπαθήσεις να κρατήσεις για πάντα μέσα σου τη μαγεία του «υπερνεφέλους φρουρίου» της Μονεμβασιάς που η εβδομάδα των Παθών και της Ανάστασης ενισχύει το μυστήριο του…


Ο Ελκόμενος Χριστός και ο «Ιούδας»

Εφέτος θα είναι η πρώτη χρονιά μετά από 32 χρόνια που η «ίσως η σπουδαιότερη Σταύρωση σε φορητή εικόνα» κατά τον κυρ Φώτιο Κόντογλου θα βρίσκεται στο «σπίτι» της, στην εκκλησιά που αυτήν πήρε το όνομά της, του Ελκόμενου Χριστού. Η εικόνα, του 1400, είχε κλαπεί και επέστρεψε. Θα λείπει όμως ο μπάρμπα-Μήτσος, ο μάστορας του δρώμενου με τον «Ιούδα», και όλοι νοιάζονται πως θα γίνει εφέτος αυτό το χαρακτηριστικό έθιμο το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα. Ο μπάρμπα Μήτσος, που πουλούσε στο σοκάκι της μέσης την καλύτερη ρίγανη από το Επάνω Κάστρο, όταν περνούσε την πύλη της καστροπολιτείας έλεγε ότι πάει στο εξωτερικό. Και τώρα στα 95 χρόνια του, αρρώστησε και ήλθε στην Αθήνα στα παιδιά του. Όμως, αυτός μόνο ήξερε την τέχνη να γεμίζει με μπαρούτι από τη Δημητσάνα και να καίει τον Ιούδα κρεμασμένο στη μουριά, έξω από τον Ελκόμενο. Εψαχνε τις τσέπες του ανδρείκελου, έβρισκε τα αργύρια που ο ίδιος είχε βάλει και γινόταν έξαλλος: «Πήρες χρήματα για να προδώσεις τον Χριστό; Τώρα θα δεις τι θα σου κάνω»… Και έβαζε φωτιά στις εφημερίδες που τύλιγαν τα παπούτσια του Ιούδα. Οι εκρήξεις προχωρούσαν προς τα πάνω και γίνονται όλο και πιο σφοδρές, μέχρι που έμενε ο σκελετός του ανδρείκελου να κρέμεται κρεμασμένο στη μουριά. Ο Μπάρμπα Μήτσος το είχε καημό να βρεθεί κάποιος νεότερος να συνεχίσει αυτό το έθιμο που έχει βίο αιώνων και όλοι εύχονται αυτός να βρεθεί από εφέτος.
Την προηγούμενη νύχτα της Ανάστασης τα σοκάκια και οι δρομικές πλημμυρίζουν από το Αγιο φως που ενώνεται με τα παλιομοδίτικα φανάρια. Το προηγούμενο βράδυ, της Μεγάλης Παρασκευής, τα φανάρια του επιταφίου διέγραψαν την πορεία τους στην αγορά, έφτασαν στην πύλη και άρχισαν να κατηφορίζουν προς το τείχος, στη Μικρή Ντάπια, μετά περνούν από τη Μεγάλη Ντάπια και τη Χρυσαφίτισσα και επιστρέφουν στον Ελκόμενο. Ολοι κρατούν τα κεριά τους και κάποιοι δεν έχουν ακόμη κινηθεί από τη θέση τους όταν ο επιτάφιος επιστρέφει στην εκκλησιά.


Τα σχέδια του ζωγράφου Πάβλου Χαμπίδη δημοσιεύονται στο «Βήμα» της Κυριακής 8 Απριλίου, στο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ «Μονεμβασιά, στο φως των κεριών»

29 Μαρ 2012

Σκύρος, χώρα θαυμάτων


Ο Γιώργος Θεοτοκάς έφτασε στη Σκύρο αναζητώντας την έμπνευση και τη βρήκε: «Κάθε καινούργιο νησί με ελευθερώνει από εκείνα που άφησα και όμως με βοηθεί να τα καταλάβω και να τα κάνω δικά μου για πάντα. Μες στο θάνατο της αγάπης βρίσκω τη διάρκεια της αγάπης. Κάθε καινούργιο νησί με καλεί να ξαναφύγω...» σημείωνε στο ημερολόγιό του. Κι ο Σεφέρης, λένε, βρήκε το περιγιάλι το κρυφό σε μια αμμουδιά της Σκύρου, και πολλοί εικαστικοί καλλιτέχνες, όπως ο Α. Τάσσος με το «Σκυριανό Κανάτι», ο Δημήτρης Γιαννουκάκης με το «Μοναστήρι της Σκύρου», ο Κώστας Πλακωτάρης με το «Σκύρος», ο Βάλιας Σεμερτζίδης με τα οκτώ χαρακτικά του για τη Σκύρο και άλλοι.


Αυτό που μιλάει στους δημιουργούς, μιλά και στους επισκέπτες, γιατί το νησί δεν έχει να πει και πολλά πράγματα στους τουρίστες. Μιλά με αυθεντική γλώσσα για μια ζωγραφιστή χώρα, με στράτες που ανηφορίζουν προς την αρχοντογειτονιά, την πλατεία της αιώνιας ποίησης και τον βράχο του κάστρου, και συναντώνται με παλιές ιστορίες, μπροστά σε παλιές εκκλησίες. Είναι πασιφανές ότι εδώ υπήρχε και ζει ακόμη μια πλούσια παράδοση, στα κεραμικά, στα κεντήματα, στα ξυλόγλυπτα. Τα βλέπει ο επισκέπτης στους ανθρώπους που σκυφτοί στα μαγαζιά τους ασκούν ακόμη αυτές τις παλιές τέχνες με τη σοφία των περασμένων καιρών που όμως τώρα έχουν μεγαλύτερο μέλλον. Ολα αυτά, μαζί με την ακροβασία πάνω στα μονοπάτια των τραγουδιών μεταξύ στεριάς και θάλασσας, είναι πολύ μεγάλα πράγματα για τη σωτηρία της ψυχής μας...

Σε τούτο το «μπαλκόνι» της Χώρας, στην πλατεία της Αιώνιας Ποίησης, «Μέσα μου βαθιά / Τα νερά φουσκώνουν σκοτεινά ως τη σελήνη / Κι όλα τα ρεύματά μου πάνε προς τη θάλασσα». Οι στίχοι είναι του φιλέλληνα άγγλου ρομαντικού ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ, αξιωματικού της ναυτικής μοίρας στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος τίμησε τη Σκύρο με τον θάνατό του εν πλω, στις 23 Απριλίου 1915, αφού αυτό ήταν το πρώτο λιμάνι που έπιασε η μοίρα και ετάφη εδώ. Και η Σκύρος τον τίμησε προσφέροντάς του έναν ήσυχο τάφο στις Τρεις Μπούκες και την προτομή του επιφανούς γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρου, ο οποίος είχε ως μοντέλο του αιώνιου εφήβου τον Αλέξανδρο Ιόλα.

Οντως, η ματιά από την πλατεία της Αιώνιας Ποίησης ανεβαίνει ως το κάστρο στην κορυφή του βράχου της Χώρας και αφήνεται να κυλήσει στις πλαγιές ως το κύμα και την αμμουδιά των Μαγαζιών. Την ίδια κίνηση κάνουν και τα κτίσματα, αλλά σχετικά γρήγορα συγκρατούνται στην άκρη του κενού. Ενα από αυτά στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο είναι πολύ αντιπροσωπευτικό της ζωής του νησιού από πολύ παλιά ως σήμερα. Το πολύ παλιά είναι πράγματι πολύ παλιά, αφού τα εκθέματα ξεκινούν από τον προϊστορικό οχυρωμένο οικισμό του Παλαμαρίου (2800-1900 π.Χ.). Από τότε η «πελαγία Σκύρος» ήταν πολύ ανεπτυγμένη, λόγω της θέσης της, ένα επίκαιρο σημείο ελέγχου των θαλάσσιων δρόμων στο Αιγαίο. Αυτή η σχέση της Σκύρου με τη θάλασσα φτάνει ως το εσωτερικό του παραδοσιακού σπιτιού, στο οποίο είναι αφιερωμένη μια αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου. Τα εισαγόμενα κεραμικά, κυρίως από τη Μικρά Ασία, ήταν τα ιδιαίτερα στοιχεία της διακόσμησης του σπιτιού, πολύ διαφορετικά από αυτά που κατασκευάζονταν στο νησί. Πάντως στις νεότερες φάσεις της ζωής του νησιού ο πλούτος δεν ερχόταν από τη θάλασσα αλλά από τα βουνά, από τα βοσκοτόπια και τα κοπάδια.

Πιο πάνω από το Αρχαιολογικό Μουσείο άρχιζε η αρχοντογειτονιά της Σκύρου, το Μπόριο, όπου έμεναν οι προύχοντες και οι κτηνοτρόφοι. Στο πλάι της Αρχοντοπαναγιάς, στην Αραβδόπετρα, οι επισκέπτες ακουμπούσαν τα ραβδιά τους, για να μην κάνουν θόρυβο καθώς χτυπούσαν στις πλάκες και ενοχλούν τους άρχοντες. Αλλά και οι ίδιοι οι άρχοντες άφηναν εκεί τα ραβδιά τους, όταν συζητούσαν στο τρίστρατο για τα θέματα του τόπου, συνήθως όχι και με τόσο ήρεμο τρόπο.  Εδώ δημιουργούν μια ωραία πλατειούλα (Σαρούς) τρεις εκκλησιές, η Αρχοντοπαναγιά, η Παναγιά του Κτσου (Κουκιού, γιατί στη γιορτή της μοίραζαν κουκιά) και ο Αγιος Ευστράτιος. Η Παναγία του Κτσου έχει ωραίες τοιχογραφίες, πιθανόν του 17ου αιώνα. Η μεγάλη στράτα ή στράτα των αρχόντων, η οποία άρχιζε από τη μικρή πλατεία Ανδρέα Γιαλούρη και έφτανε ως την πύλη του κάστρου, βγάζει τον επισκέπτη ψηλά, στην κορυφή της Χώρας. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς ακούγεται μέσα στα στενά η «δαιμονισμένη» μελωδία των κουδουνιών των Γέρων. Τώρα μάλλον κυριαρχεί ο σιωπηλός χορός της Κορέλας που κινείται αέρινα γύρω από τον Γέρο της. Η σύγχρονη μεγάλη στράτα που διασχίζει τη Σκύρο είναι χαμηλά, και ο αχός της ακτογραμμής δεν φτάνει ως την Παναγία Καμαντού. Και το κάστρο μένει σιωπηλό, αφού η πόρτα του κάτω από τον μαρμάρινο λέοντα είναι κλειστή λόγω εργασιών συντήρησης και μέσα η περίφημη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που κτίστηκε το 1000 και έχει εξαιρετικές τοιχογραφίες, απρόσιτη μέχρι στιγμής.


6 Μαρ 2012

Τάσος Αλιφέρης, το πνεύμα πάνω από την Τήλο


Δεν μπορώ να φανταστώ την Τήλο χωρίς τον δήμαρχό της, τον Τάσο Αλιφέρη. Δεν ήταν πάντα εκεί, δεν γεννήθηκε εκεί. Πήγε ως αγροτικός γιατρός και έμεινε δεκαετίες συγκρουόμενος με θεούς και δαίμονες, και πέθανε εκεί, κάνοντας απίθανα πράγματα για άρχοντα ενός μικρού νησιού με μερικές εκατοντάδες κατοίκους.

Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ο Τάσος Αλιφέρης θα αφήσει την Τήλο. Στο νου μου έρχονται ένα σωρό άλλα μικρά πράγματα που δεν πήρε χαμπάρι το πανελλήνιο, άγνωστα σε σχέση με τους πολιτικούς γάμους των ομοφυλοφίλων που πρώτος τέλεσε στο δημαρχείο του Μεγάλου Χωριού. Τον συνάντησα μέσα στην απαραίτητη ένταση που τύλιγε τα πράγματα. Είχα φτάσει το πρωί στο λιμάνι των Λιβαδιών. Δεν με περίμενε ο Αλιφέρης, αλλά το πνεύμα του, ο Κωνσταντίνος, μια ακόμη απίθανη ιστορία της Τήλου.

Ο Κωνσταντίνος ζούσε στο Σαν Φρανσίσκο, ήταν χρηματιστής, και η γυναίκα του ήταν καθηγήτρια πανεπιστημίου. Μέχρι που είδε το πράγμα αλλιώς. Θυμήθηκε, ότι πριν φύγει για τις ΗΠΑ είχε πάει διακοπές σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου, χωρίς ρεύμα, που ούτε το όνομά του θυμόταν. Και ξεκίνησε να το βρει. Και βρήκε την Τήλο, και ο Αλιφέρης βρήκε τον Κωνσταντίνο, και δούλεψαν μαζί για το νησί. Γύρω από το δήμαρχο όλοι δούλευαν. Ενα απόγευμα πήγαμε στο σπίτι του ιταλού γιατρού, προέδρου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Τηλεϊατρικής, τότε. Τον βρήκαμε να παρακολουθεί με κιάλια το αετόπουλο που βγήκε από το αβγό που γέννησε το μοναδικό ζευγάρι των μεγάλων αρπακτικών που ζούσε στο νησί. Αυτό ήταν το μέλλον τους, και το πρόσεχαν.

Ο Κωνσταντίνος έκανε καιρό να προσληφθεί και να πληρωθεί. Δούλευε όμως στο δημαρχείο και στο σπίτι του στην όμορφη Ερυστο, όπου καλλιεργούσε τον κήπο του μαζί με την καθηγήτρια γυναίκα του και φρόντιζε τα άγρια πουλιά που περιέθαλπταν. Η Τήλος, που ήταν πεδίο βολής των κυνηγών από τη Ρόδο, έγινε καταφύγιο των πουλιών. Είχαν απαγορεύσει τελείως το κυνήγι.

Πήγαμε με τον Κωνσταντίνο στο Μεγάλο Χωριό, στο δημαρχείο που οι πόρτες του έβλεπαν στην αυλή της εκκλησίας του Ταξιάρχη με το υπέροχο βοτσαλωτό, αλλά δεν βρήκαμε εκεί τον δήμαρχο. Ως συνήθως ήταν έξω. Οδηγούσα προς τα Λιβάδια ρεμβάζοντας, όταν ήλθε κατά πάνω μου ένας σύφουνας σκόνης. Μια παλιά μερσεντές φρέναρε απότομα που σχεδόν βγήκε από το δρόμο. Ο δήμαρχος βγήκε και με καλωσόρισε. Το βράδυ πήγαμε να φάμε και όταν τελειώσαμε πήρε το λάστιχο και πότισε τα λουλούδια της αυλής. Το ίδιο έκανε και μετά στο ζαχαροπλαστείο. Εγώ, του έκανα πλάκα: Δήμαρχε, αν δεν έχεις να πληρώσεις, να σε βοηθήσω κι εγώ στις δουλειές...

Υποτίθεται ότι θα τον βοηθούσα την άλλη μέρα το πρωί που δώσαμε ραντεβού. Αξημέρωτο σχεδόν προσπάθησε να φορτώσει οικοδομικά υλικά σε έναν συμπαθή γάιδαρο για να τα μεταφέρει πάνω στο κάστρο της Αγριοσυκιάς. Εκεί υπήρχε το εκκλησάκι της Αγίας Άννας με τοιχογραφίες του 11ου αιώνα. Είχε ειδοποιήσει την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία ότι το εκκλησάκι χρειαζόταν συντήρηση, αλλά εκείνη καθυστερούσε να ενδιαφερθεί. Πήρε λοιπόν ο Αλιφέρης δυο ντόπιους εργάτες και άρχισε να τη στερεώνει μόνος του. Σε όλη τη διαδρομή, μέχρι πάνω στην κορυφή του λόφου, έβριζε και απειλούσε το δύστυχο γάιδαρο. Με είχε διασκεδάσει αφάνταστα η κόντρα του ανυπόμονου δημάρχου με το υπομονετικό ζωντανό, όσο και η υπέροχη θέα πάνω από τις σκόρπιες πέτρες του κάστρου προς τον κόλπο των Λιβαδιών.

Εφυγα από την Τήλο για τη Ρόδο, με το δημοτικό καταμαράν, μια ακόμη “καταδρομική” ενέργεια του δημάρχου. Πίστευε ότι για ένα νησί, το μεγαλύτερο έργο υποδομής ήταν η συγκοινωνία. Ρώτησε τον αδελφό του, που ήταν καπετάνιος, που υπάρχουν οι χειρότερες θάλασσες. Του απάντησε στα μπογάζια των Φιλιππίνων. Πήρε το αεροπλάνο, πήγε εκεί και αγόρασε ένα καταμαράν, το οποίο δρομολόγησε στα Δωδεκάνησα, όχι και τόσο σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Ετρεχε από δικαστήριο σε δικαστήριο, αλλά στη Ρόδο πήγαινε με αυτό το καταμαράν του.

Δεν ξέρω που θα πάει ο Τάσος Αλιφέρης. Αν το δει ο Θεός με την ευρεία έννοια της προσφοράς στον άνθρωπο, τότε θα τον βάλει στον Παράδεισο. Αν σταθεί στην καταπάτηση παραδομένων ηθών, όπως οι γάμοι ομοφυλοφίλων, τότε θα τον στείλει στην Κόλαση. Πάντως όπου και να πάει θα τα κάνει άνω κάτω...

17 Φεβ 2012

Ταξιδεύοντας κόντρα στην κρίση


Τα πιο πολλά, τα δωρεάν της φύσης, μας τα χρεώνουνε…
Κική Δημουλά

Εδώ καράβια χάνονται και εσείς ταξιδεύετε… Όντως, αν έχουμε στο νου μας την οικονομική πλευρά του ταξιδιού, τότε ίσως είμαστε εκτός τόπου και χρόνου. Μα για εμάς το ταξίδι δεν είναι αυτό, δεν είναι ούτε φυγή από την πραγματικότητα, είναι κοσμοθεωρία και στάση ζωής, είναι πλούτος. Εξάλλου τα καράβια χάνονται ταξιδεύοντας σε άγρια νερά. Στο τέλμα του νεοπλουτισμού, είναι χαμένα από χέρι.

Ταξίδι είναι το πείσμα ενός λαού να υπάρχει, να μη σαπίσει και χαθεί μέσα στον ευδαιμονισμό του. Στο λίκνο μας το Αιγαίο, πάνω από 15 χιλιετίες, άφησαν τη ζωή τους στην αγκάλη των κυμάτων και ποτέ δεν μετάνιωσαν γι αυτό. Ποτέ δεν σταμάτησαν να κοιτάζουν κατάματα τον ορίζοντα και να κρεμούν στις εικόνες τάματα, ασημένια καραβάκια με πανιά γεμάτα μελτέμι. Η θάλασσα είναι δρόμος. Η ακινησία είναι φυλακή. Παλιά έβαζαν στο νου τους ακόμη και τα νησιά να ταξιδεύουν στον πόντο μαζί με τους ανέμους και να μάχονται με τα κύματα όπως κάθε ταξιδιώτης.

Ταξίδι είναι νέοι ορίζοντες αλλά και επιστροφή στους παλιούς. Ο Μαρσέλ Προύστ έλεγε: «Το πραγματικό ταξίδι δεν βρίσκεται στην ανακάλυψη νέων τοπίων, αλλά στην απόκτηση νέου βλέμματος». Αυτό το νέο βλέμμα μπορεί να υπάρχει στα παλιά; Κάθε αναγέννηση ακουμπούσε πάντα στις αρχέγονες αξίες, ήταν ένα ταξίδι επιστροφής στην παράδοση. Και παράδοση σημαίνει ανθρώπινο μέτρο, ανθρώπινη ζωή που κυλά. Την απελευθέρωση της ευρωπαϊκής τέχνης δεν την ψιθύρισαν στο αυτί του Μονέ, του Ντεγκά, του Βαν Γκόγκ, του Γκογκέν, οι θεόρατες αιχμές των ναών προς τον ουρανό, ούτε τα παλάτια, ούτε οι βασιλικές συνοδείες, αλλά οι αρχέγονες εικόνες των σπουδαίων Ιαπώνων χαρακτών, του μεγάλου κύματος, του ψηλού βουνού, του ανθρώπου που επιστρέφει στο σπίτι του περνώντας πάνω από την απλή ξύλινη γέφυρα με την τσάπα στον ώμο.

Το ταξίδι μας αλλάζει. Ο Γιώργος Θεοτοκάς σημείωνε στο ημερολόγιο της Αργώς και του Δαιμόνιου: «Κάθε καινούργιο νησί με ελευθερώνει από εκείνα που άφησα και όμως με βοηθεί να τα καταλάβω και να τα κάνω δικά μου για πάντα. Μες στο θάνατο της αγάπης βρίσκω τη διάρκεια της αγάπης. Κάθε καινούργιο νησί με κάνει να ξαναφύγω…». Μας αλλάζει και η πενία. Ο Γιάννης Τσαρούχης διαπίστωνε κάποτε: «Η πενία της Ελλάδος επέβαλε τη λιτότητα και αυτή η ίδια η πενία οδήγησε σε μια μεγάλη ελευθερία της σκέψεως και της φαντασίας (…)».

Εμείς λοιπόν θα ταξιδεύουμε για να καταλάβουμε, να βρούμε απαντήσεις, να αλλάξουμε. Να μαζέψουμε σαν ταξιδιωτικά ενθύμια τα κομμάτια του νέου κόσμου που θα φτιάξουμε στην μετά νεοπλουτισμού εποχή. Και θα «μπλογκάρουμε». Το ταξίδι είναι αντίσταση, μνημονεύοντας πάντα Διονύσιο Σολωμό, ένα από τα φυλαχτά του Αιγαίου και του Ιονίου: «Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν»…

7 Φεβ 2012

Νάουσα: Γιανίτσαροι και Μπούλες με πρόσωπο και ψυχή


Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι να ζήσουμε ένα τόσο δυνατό δρώμενο, βγαλμένο κατευθείαν από την ψυχή της Νάουσας. Πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε ένα εντυπωσιακό, το ξέραμε, αποκριάτικο έθιμο και βρεθήκαμε μέσα στη δίνη του Γιανίτσαρου και της Μπούλας, συνεπαρμένοι από τον αισθαντικό ήχο του ζουρνά (του Βαγγέλη) και του νταουλιού, που μας έπαιρνε και μας έφερνε από τη χαρά στη λύπη και τανάπαλιν. Ηταν η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, αλλά αυτά τα μπουλούκια από ασημοστολισμένους, επιβλητικούς Γιανίτσαρους και πολύχρωμες, πιο υποταγμένες, Μπούλες δεν πήγαιναν μόνο για ένα διονυσιακό ξεφάντωμα, αλλά και για πόλεμο. Το μαντίλι που έχουν δεμένο στο χέρι είναι για χαρά, τον χορό, αλλά είναι και για λύπη, τον θάνατο για την πατρίδα και την ελευθερία. Δεν ξέραμε ότι οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες θα μας συνέπαιρναν μετατρέποντάς μας από απλούς θεατές σε συγκινημένους συμμέτοχους στα άγια και τα όσια της ανοιχτόκαρδης πόλης. Κι επειδή έχουμε μεγαλώσει σε παραδοσιακό περιβάλλον, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τι βγαίνει από την ψυχή μιας κοινότητας και τι από το κεμέρι της…



Το ρεπορτάζ για τους Γιανίτσαρους και τις Μπούλες της Νάουσας δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» της Κυριακής 12 Φεβρουαρίου.

17 Ιαν 2012

Εισαγωγή στην Αρκαδία: Το πεδίο του αρκαδικού Ορχομενού και το οροπέδιο της Μαντίνειας


«Ο δρόμος, που φέρνει τον επισκέπτη στην Αρκαδία, σαν φτάσει στις βουνοκορφές του Μαινάλου με κατεύθυνση προς τη Γορτυνία, θα περάσει και από το ιστορικό Λεβίδι. Αν ο επισκέπτης θελήσει να σταματήσει για λίγο και να περπατήσει πιο κάτω από την πλατεία Λεβιδίου, θα χαρεί ένα από τα πιο γλαφυρά τοπία του κόσμου. Εδώ, κατά την ώρα του δειλινού, και στον γύρω ορίζοντα τα χρώματα αλλάζουν τον κάμπο της Μαντινείας και τα βουνά όλα σε σπάνιο λυρικό όραμα. Κι εκεί που το βήμα μένει ακίνητο, μια επιγραφή μάς καλεί να βρούμε την είσοδο σε μιαν άλλη Αρκαδία, απρόσμενη όσο εκλεκτή και φροντισμένη: το Αρκαδικό Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας»

John P. Anton,
καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Φλώριδας και επίτιμος πρόεδρος της Διεθνούς Αρκαδικής Εταιρείας


Το πεδίο του αρκαδικού Ορχομενού

Μόλις βγείτε από τις αίθουσες του μουσείου απλώνεται μπροστά σας μια υπέροχη θέα. Το Λεβίδι ακουμπά στα κράσπεδα του Μαινάλου και στα πόδια του απλώνεται το πρώτο Ορχομένιο πεδίο, από το οποίο περνούσε η αρχαία Αγχισία οδός, η οποία ερχόταν από το δεύτερο Ορχομένιο πεδίο, πίσω από τους λόφους του Ορχομενού, και πήγαινε για το πεδίο της Μαντινείας και μετά της Τεγέας. Πήρε το όνομά της από τον Αγχίση, εραστή της Αφροδίτης και πατέρα του Αινεία. Αυτό τον δρόμο, σύγχρονος ασφαλτοστρωμένος πια, διατρέχει ο περιηγητής στη σκιά των ειδυλλιακών κορυφών του Ολίγυρτου, του Τραχέος και του Αρτεμίσιου, που τα χιόνια τους μοιάζουν το λιόγερμα με φωτεινή παλέτα με όλα τα χρώματα του δειλινού.

Το γλαφυρό τοπίο της πεδιάδας του Λεβιδίου διανθίζεται στην αρχή με αμπέλια, προανάκρουσμα των ονομαστών αμπελώνων της Μαντινείας. Περίπου 1 χλμ. μετά το Λεβίδι, μια διακλάδωση οδηγεί προς τον κοντινό βυζαντινό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Ο δρόμος τρέχει ανάμεσα στα επίπεδα χωράφια που την απεραντοσύνη τους διακόπτουν τα γύρω βουνά, μέχρι να συναντήσει την Αγχισία οδό (3 χλμ. από το Λεβίδι). Δεξιά ο δρόμος πηγαίνει για Παλαιόπυργο και Μαντινεία και ευθεία για Κανδήλα και Νεμέα. Περίπου 2 χλμ. μετά ο δρόμος διακλαδώνεται αριστερά και ανεβαίνει στον λόφο για τον Ορχομενό (2 χλμ.), αφού προσπεράσει μια πηγή δεξιά. Μέσα από το χωριό ξεκινά ο βατός χωματόδρομος για το αρχαίο θέατρο (1,5 χλμ. από το χωριό). Καθώς ανεβαίνετε στον λόφο πάνω από το χωριό, απολαμβάνετε μια ακόμη πιο δυνατή εικόνα του κάμπου με τις χαρακιές των δρόμων, του Λεβιδίου και των χιονοσκεπών κορυφών του Μαίναλου, χαμένων μέσα στα σύννεφα.


Ο δρόμος σταματά μπροστά σε μια πολύ απότομη ανηφόρα, σημάδι ότι είναι καιρός να αφήσετε το αυτοκίνητο και να ανηφορίσετε με τα πόδια. Το θέατρο είναι κοντά και είναι πανέμορφο έτσι όπως καταλαμβάνει αμφιθεατρικά την πλαγιά και κοιτάζει το παζλ των χωραφιών στο δεύτερο Ορχομένιο πεδίο με τα βουνά τριγύρω.

Στον κεντρικό δρόμο πάλι, αριστερά πάει προς Κανδήλα, όπου περίπου 2 χλμ. μετά, στην αριστερή άκρη του δρόμου, υπάρχει μια αξιόγευστη στάση, το Χάνι της Κανδήλας, και δεξιά επιστρέφει στη διακλάδωση του δρόμου για το Λεβίδι.


Το οροπέδιο της Μαντινείας

Ακολουθούμε την Αγχισία οδό προς Μαντινεία. Πρώτα συναντάμε το χωριό Αρτεμίσιο (7 χλμ. από τη διασταύρωση), το όριο μεταξύ των δύο πεδίων, και μετά μπαίνουμε στον δρόμο με τις λεύκες (2 χλμ. μετά το Αρτεμίσιο). Πριν τα λυγερόκορμα δένδρα ορίσουν με δύο σειρές δεξιά και αριστερά ένα ειδυλλιακό μίλι, μια ακόμη ειδυλλιακή εικόνα παραπέμπει στο βουκολικό παρελθόν της Αρκαδίας. Ενας βοσκός βόσκει τα πρόβατά του με φόντο τα λημέρια του τραγοπόδαρου Πάνα, υιού του Διός και της νύμφης Καλλιστώς, θεού που συμβόλιζε τη συμβίωση των ανθρώπων και των ζώων. Το πρόβατα βόσκουν ήσυχα, όπως έκαναν πάντα εδώ, για να μην ταράξουν τον μεσημεριανό ύπνο του τραγοπόδαρου θεού.

Ο Πάνας, φίλος του Διόνυσου, ήταν φίλος και του κρασιού, και εδώ, στο πεδίο της Μαντινείας, βρισκόμαστε ανάμεσα στα αμπέλια που βγάζουν το ονομαστό μοσχοφίλερο. Το οινοποιείο Σπυρόπουλου, δεξιά πάνω στον δρόμο (4 χλμ. μετά τον δρόμο με τις λεύκες), είναι επισκέψιμο και μπορείτε να δείτε εκεί τη σύγχρονη εκδοχή μιας παμπάλαιας διαδικασίας σε αυτά τα μέρη, την οινοποίηση των σταφυλιών.


Η Αγία Φωτεινή, πάλι στα δεξιά του δρόμου (1 χλμ. μετά το οινοποιείο), μια σύγχρονη εκκλησία, ταλαντεύεται ανάμεσα σε διάφορους ρυθμούς χωρίς να κυριαρχείται από κανέναν. Αυτό την κάνει ιδιαίτερη, αλλά και αιρετική για την επίσημη εκκλησία, ιδιαίτερα οι «κοσμικές» τοιχογραφίες της. Αποκλείεται να μη σταματήσετε για να την περιεργαστείτε. Από εκεί και πέρα είναι αποκλειστικά δικό σας θέμα πώς θα τοποθετηθείτε απέναντί της.

Ενα ακόμη θέατρο υπάρχει ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας Μαντινείας. Αλλά πριν βγείτε στον κεντρικό δρόμο (3 χλμ. μετά την Αγία Φωτεινή), ο οποίος διακλαδώνεται από τον εθνικό μετά τη σήραγγα του Αρτεμισίου, και πάτε προς Κάψια (5 χλμ. μετά τη διασταύρωση στη Μαντινεία), αξίζει να ρίξετε μια ματιά στους περιστερώνες στα δεξιά του δρόμου μέσα και γύρω από το χωριό. Είναι ενδιαφέρον ότι υπάρχουν μόνο εδώ και στις Κυκλάδες, που είναι και γνωστότεροι. Ισως η καταγωγή αυτών των περιστεριών να χάνεται και αυτή στη μυθολογία, καθώς οι αρχαίοι παρακολουθούσαν τη «γλώσσα» τους και προσπαθούσαν να μαντέψουν μέσα στο γουργούρισμά τους τα μελλούμενα.


Στο χωριό Κάψια άνοιξαν επιτέλους (110 χρόνια μετά την εξερεύνησή τους) και δέχονται επισκέπτες τα πιο πολύχρωμα σπήλαια στην Ελλάδα και από τα ωραιότερα του κόσμου (υπάρχει πινακίδα πάνω στον δρόμο, www. spilaiokapsia.gr, τηλ. 695 1003.299). Είναι η πέτρινη καρδιά του οροπεδίου της Μαντινείας και υπήρχαν εκεί χαμένα στο σκοτάδι εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Πλέον η στάση στο χωριό είναι από τα «πρέπει» της διαδρομής, πριν συνεχίσουμε μέχρι τη διασταύρωση (10 χλμ. από τη διασταύρωση της Μαντινείας) αριστερά προς Καρδαρά και το χιονοδρομικό κέντρο της Οστρακίνας (10 χλμ.). Ο δρόμος που ανεβαίνει στο βουνό ανάμεσα στις κατάφυτες πλαγιές, ειδικά αν χιονίζει, είναι εξαίσιος. Ο κύκλος κλείνει στο Λεβίδι και την ωραία πλατεία του, 5 χλμ. μετά τη διασταύρωση για το χιονοδρομικό κέντρο.