31 Μαρ 2011

Μεταξύ Ολύμπου και Πιερίων: Δρόμος χαρά Θεού


Κινούμαστε μεταξύ θεών και μουσών, σε έναν από τους πιο ειδυλλιακούς και πιο φορτισμένους δρόμους που μπορεί να διατρέξει ο ταξιδιώτης. Ο Ολυμπος, ίσως το πιο γνωστό βουνό του πλανήτη, μπαίνει στα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων που θέλουν να αντικρίσουν τις κορφές του. Και εμείς τις έχουμε μπροστά μας, στη «χρυσή» ώρα τους. Τότε που το λυκόφως συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις που του απέμειναν από την πάλη με τα πράγματα όλη την ημέρα, τα πιο ζεστά του χρώματα, πάνω τους, πάνω στο χιόνι που δεν λέει να λιώσει ακόμη.


Βρισκόμαστε στο δρόμο μεταξύ Ολύμπου και Πιερίων. Ξεκινήσαμε από την Κατερίνη, ακολουθώντας τις πινακίδες προς Ελασσόνα, και πιάσαμε την παλιά «εθνική οδό» που περνάει μέσα από τον οικισμό Σβορώνος και συνεχίζει στη σκιά του Ολύμπου αριστερά και των Πιερίων δεξιά, ξεφεύγοντας τακτικά από τον ίσιο δρόμο, προς τις πλαγιές των βουνών, για τις Ράχες και την Πέτρα, για το Ελατοχώρι, την Ανω Μηλιά ή το Καταφύγι, και συνεχίζει για τον Αγιο Δημήτριο, το Λιβάδι, τη Δολίχη και τον Κοκκινοπλό (Κοκκινοπυλό), σύνολο περίπου 70 χλμ. από την Κατερίνη.

24 Μαρ 2011

Το κάστρο της Κιάφας στο Σούλι


Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε·
Την αρετήν σας άμποτε
Να μιμηθώ εις τον κόσμον
Και φέρω την λύραν μου
Με σας να ψάλλω

Ανδρέας Κάλβος, «Εις Σούλι»

Το κάστρο της Κιάφας είναι απόκρημνο, σαν και τα βουνά γύρω του που μυρίζουν ακόμη λεβεντιά. Κακοτράχαλο είναι και το μονοπάτι το οποίο ανεβαίνει ανάμεσα στους άγριους θάμνους από τα δυο πλατάνια που ορίζουν στο διάσελο την ανατολική είσοδο στο οροπέδιο του Σουλίου. Κτίστηκε για να φρουρεί αυτήν ακριβώς την είσοδο. Και οι δύο πολεμικοί πύργοι – ανάμεσα στα ερείπια των οποίων ελίσσεται το μονοπάτι – οικοδομήθηκαν για να φυλάνε την είσοδο του κάστρου.

Ο δωρικός και απέριττος τόπος μεγαλώνει ασυμβίβαστους ανθρώπους, ακόμη και σήμερα. Όταν η Αρχαιολογική Υπηρεσία τοποθέτησε εδώ μια από τις γνωστές καφέ και κίτρινες πινακίδες που έγραφε «Κάστρο Αλή πασά» οι Σουλιώτες ξεσηκώθηκαν και ανάγκασαν τους αρχαιολόγους να τη μαζέψουν. «Γιατί του Αλή πασά ήταν;» λέει ο βοσκός φουρκισμένος. Μια αντιπαλότητα που φαίνεται ότι κρατά ακόμη μέσα στη μνήμη των ανθρώπων που αισθάνονται εδώ τις ρίζες τους.

Κι όμως το κάστρο το έκτισε ο Αλή Πασάς, τουλάχιστον με τη μορφή που έχει σήμερα – απέναντι από τη Ράχη της Αστραπής, μετά τον ξεριζωμό των Σουλιωτών από τα βουνά τους το 1803, ακριβώς για να μην ξαναγυρίσουν σε αυτά. Εξάλλου αυτοί οι σκληροτράχηλοι πολεμιστές με την «σπαρτιάτικη» εκπαίδευση δεν γνώριζαν από κάστρα, αλλά έπιαναν ένα φυσικό συνήθως «ταμπούρι», από τα πάμπολλα που τους πρόσφεραν τα βουνά τους, κι από εκεί επιδίδονταν σε κλεφτοπόλεμο ακόμη και τη νύχτα. Αυτή ήταν η τέχνη που γνώριζαν πιότερο από κάθε άλλη. Και βέβαια δεν άφησαν ανεκμετάλλευτα τα βράχια αυτού του λόφου που δέσποζαν πάνω από το χωριό, την Κιάφα, τα σπίτια της οποίας ήσαν οι «πολεμικοί πύργοι» που φύλαγαν το μοναδικό πέρασμα για το οροπέδιο του Σουλίου, μετά την «εμπροσθοφυλακή» του Αβαρίκου. Θρυλείται ότι από την κορυφή του λόφου της Κιάφας ξεκίνησε και η επίθεση των 400 γυναικών του Σουλίου με επικεφαλής τη Μόσκω Τζαβέλα, στην εκστρατεία του καλοκαιριού του 1792, οι οποίες έδωσαν το σύνθημα της υποχώρησης στον στρατό του Αλή, αναγκάζοντας και τον ίδιο να καταφύγει στα Γιάννενα για να σωθεί.

Είχε λοιπόν συμβολική σημασία για τον Αλή πασά να κτίσει εδώ ένα κάστρο-σεράι, με τείχη και πολυγωνικοί προμαχώνες, δύο πύλες εισόδου, ζεματίστρα, πολεμίστρες για ελαφρά όπλα, αθέατους διάδρομους επικοινωνίας, αποθήκες, δύο στέρνες, ενδιάμεσους προμαχώνες και ότι άλλο μπορούσε να κάνει ένα οχυρό απόρθητο. Να όμως που κατά παράδοξο τρόπο οι Σουλιώτες συμφώνησαν με τον μεγάλο εχθρό τους να πατήσουν ξανά αυτά τα μέρη και να μπουν στο κάστρο αυτοί οι λίγοι που είχαν απομείνει από τη σφαγή, δεκαεπτά μόλις χρόνια μετά τη φυγή τους.

Όλα αυτά συντηρούν τη μυθολογία του τόπου, αλλά όχι και το ίδιο το κάστρο, που είναι αφρόντιστο και ασυντήρητο, όπως και το μονοπάτι που ανηφορίζει απεριποίητο μέχρι την ανοιχτή πύλη. Σε ένα μόνο μικρό τμήμα του μπορεί ο επισκέπτης που ακολούθησε την πινακίδα και άρχισε να ανηφορίζει να συναντήσει το παλιό πλακόστρωτο. Βέβαια η εκπληκτική θέα που προσφέρει και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί, αποζημιώνουν με το παραπάνω αυτόν που θα αφιερώσει κοντά μισή ώρα για να ανέβει στο κάστρο. Εξάλλου είναι μια άλλη οπτική γωνία για να δει κανείς το Κούγκι απέναντι. Αξίζει ο κόπος.

21 Μαρ 2011

Εξομολόγηση στην Αράπιτσα της Νάουσας



Η ομίχλη που γλιστρά από τις κορυφές γύρω από το επιβλητικό Βέρμιο περνά από το πάρκο του Αγίου Νικολάου, ανάμεσα από τα θεόρατα δένδρα, και ακουμπά στα νερά της Αράπιτσας. Οφειλα να υποβάλω μετάνοια σε αυτή τη ζωηρή αιθέρια ύπαρξη, γιατί κάποτε νόμιζα προς στιγμή ότι η Νέδα είναι το μοναδικό θηλυκό ποτάμι στην Ελλάδα. Δεν έπρεπε να αγνοήσω την Αράπιτσα όχι μόνο γιατί είχε μπει στο μυαλό μου από ένα απόσπασμα στο αναγνωστικό του δημοτικού σχολείου, αλλά κυρίως γιατί είναι ένα πραγματικά θηλυκό ποτάμι, με ομορφιά, χάρη και νάζι. Πηγάζει από εδώ, το πάρκο του Αγίου Νικολάου, διασχίζει κυλώντας την πόλη έως κάτω τον κάμπο, δημιουργώντας στη διαδρομή της «τσαλίμια» με τους καταρράκτες της.

Το πάρκο του Αγίου Νικολάου, από τις πιο ειδυλλιακές γειτονιές της πόλης, αλλάζει χαρακτήρα από τη μια ημέρα στην άλλη. Το πρωινό της Καθαρής Δευτέρας οι επισκέπτες έκαναν βόλτα με τους σκύλους τους στο δρομάκια που κάπου-κάπου χρωμάτιζε η φευγαλέα ματιά του ήλιου και τα παιδιά προσκαλούσαν στο ποτάμι και στις λιμνούλες τις πάπιες και τις χήνες για να τις ταΐσουν. Την επομένη όλα είχαν σκεπαστεί από το λευκό πέπλο του χιονιού. Τώρα καλούσε τους επισκέπτες το χιονοδρομικό κέντρο του Βερμίου στα Τρία Πέντε Πηγάδια.

Κρασί ωσάν της Νάουσας το φέρνουν στο μαντίλι


Είναι μια παλιά ιστορία. «Νάουσα ή Νιάουστα. Κωμόπολις διά τον εξαίρετον οίνον της ακουστή...» έγραφε ο Μελέτιος στη «Γεωγραφία» του. Πιο παλιά, στα βάθη των αιώνων, ήταν διαδεδομένος ο μύθος ότι έζησε στις πλαγιές του Βερμίου η Σεμέλη, η μητέρα του Διονύσου και εκεί γεννήθηκε ο συνοδός του, ο έξοχος χορευτής Σειληνός. Ο Πουκεβίλ σημείωνε στις Ταξιδιωτικές Εντυπώσεις του από την Ελλάδα, το 1831: «Το κρασί της Νάουσας είναι από τα καλύτερα της Μακεδονίας. Τα σταφύλια από τα οποία παράγεται το κρασί αυτό έχουν γεύση οξινοστυπική, γι' αυτό το κρασί της Νάουσας πίνεται και τέσσερα ή πέντε χρόνια μετά τον τρυγητό του...».

Το οινοποιείο Δαλαμάρα, στην είσοδο της πόλης, κρατά όλο το άρωμα των καιρών και του ναουσαίικου κρασιού. Τα μεγάλα δοκάρια που κρατούν την σκεπή του χώρου υποδοχής όπου υπάρχει το καζάνι του τσίπουρου και τριζοβολά το τζάκι, δεν θα σαπίσουν ποτέ. Κόπηκαν την τρίτη ημέρα της χάσης του φεγγαριού, τότε που τα υγρά του δένδρου λειτουργούν αντίστροφα και δεν αφήνουν το σκουλήκι να αποθέσει τα αβγά του. Σε αυτή τη βιοδυναμική καλλιέργεια, που η επιστήμη παίρνει σοβαρά υπόψη της τη λαϊκή εμπειρία, ετοιμάζεται να περάσει η έκτη γενιά οινοποιών της οικογένειας Δαλαμάρα. Από παλιά οι άνθρωποι τρυγούσαν ή κλάδευαν ανάλογα με τα φεγγάρια. Η θέση της Γης απέναντι στα άστρα και το φεγγάρι δημιουργεί πεδία, υγρασίες, μαγνητισμούς. Ο οινοποιός συνεργάζεται πιο στενά με τη φύση για να πάρει τον πιο αυθεντικό χυμό της.

Ο Γιάννης Δαλαμάρας μας διαφωτίζει ότι το παλιό «μαύρο Ναούσης», το σημερινό ξινόμαυρο, δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο. Αυτό είναι κυρίως το σταφύλι που πατούν τα είκοσι περίπου μικρά και μεγάλα οινοποιεία της περιοχής _ μαζί με ασύρτικο, μαλαγουζιά, ροδίτη, νεγκόσκα, κ.ά. _ και βράζουν τα 25 καζάνια του τσίπουρου. Γευσιγνώστες από όλο τον κόσμο που φτάνουν στο οινοποιείο βρίσκουν συγγένεια του ξινόμαυρου με το ιταλικό νεμπιόλο ή το γαλλικό πινό νουάρ, δυναμικά κρασιά της ίδιας οικογένειας, μα στο τέλος καταλήγουν μονολεκτικά: μοναδικό.
Το ξινόμαυρο ωριμάζει ένα χρόνο σε δρύινο βαρέλι _ παλιά στη Νάουσα υπήρχαν πέντε οικογένειες βαρελοποιών _ μετά ξαπλώνει στο μπουκάλι άλλον ένα χρόνο και στον τρίτο χρόνο μπορεί να πουληθεί. Είναι όμως ένα κρασί απρόβλεπτο που κάθε χρόνο μπορεί να σε εκπλήσσει με αυτά που βγάζει. Στα τρία, πέντε, οκτώ χρόνια είναι στα ντουζένια του, αλλά μια καλή χρονιά (όπως του 2000, του 2007 και του 2008) μπορεί να σε εκπλήσσει για είκοσι ή και είκοσι πέντε χρόνια.

Ο «Παλιοκαλιάς» του Δαλαμάρα και τα άλλα ξινόμαυρα της Νάουσας _ «Ράμνιστα» του Κυρ Γιάννη Μπουτάρη, «Ναουσαία» του Φουντή, «Νάουσα» του συνεταιρισμού Vaeni _ ταιριάζουν απόλυτα με την παραδοσιακή τοπική γαστρονομία, τους σαρμάδες (ντολμάδες με λάχανο), τα ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα του ξινόμαυρου που είναι πιο κλειστά από τα άλλα, μάτζια (μελιτζάνα, πράσινη πιπεριά, κολοκύθια μαγειρεμένα στην καυτή κόκκινη σάλτσα), τη στάμνα (μοσχάρι, χοιρινό και ζυγούρι στη γάστρα και μετά στο φούρνο με μπάτσο, το αλμυρό και σκληρό τυρί της περιοχής), άρμη με κεφτέδες, χοιρινό με πράσο, αρνάκι στο φούρνο και ναουσαίικες πίτες (τυρόπιτες, πρασόπιτες, πρασοκιμόπιτες), τις οποίες έχουν σε μεγάλη υπόληψη, αφού την Πρωτοχρονιά βάζουν το φλουρί σε πίτα με γλυκιά κολοκύθα. Το τσίπουρο εδώ ταιριάζει με τα «γκαβόψαρα», μελιτζάνες ξαρμυρισμένες που τηγανίζονται και μοιάζουν με ψάρια χωρίς κεφάλι.

Οινοποιεία ανοιχτά στους επισκέπτες

Δαλαμάρα, Βασ. Κωνσταντίνου 30, Νάουσα, τηλ. 23320 26054, www. dalamarawinery.gr

Κτήμα Χρυσοχόου, Στράντζα, τηλ. 23320 45080, www. chrisohoou. com

Κτήμα Φουντή, Στράντζα, τηλ. 23320 48255, /www. ktimafoundi.gr

Κυρ Γιάννη, Γιαννακοχώρι, τηλ. 23320 51100, www. kiryianni.gr

Κτήμα Κελεσίδη, Γιαννακοχώρι, τηλ. 23320 51066, www. ktimakelesidi.gr

5 Μαρ 2011

Με ξεναγό τις Δρυάδες στο Μαίναλο


Εκτός από όλους αυτούς τους γιους, ο Λυκάονας είχε και μια κόρη, την Καλλιστώ. Αυτή την Καλλιστώ ερωτεύτηκε ο Δίας και πλάγιασε μαζί της. Οταν όμως τους έπιασε η Ηρα μεταμόρφωσε την Καλλιστώ σε αρκούδα και η Αρτεμις για να ευχαριστήσει τη σύζυγο σκότωσε τη νύμφη με το τόξο της. Ο Δίας όμως έστειλε τον Ερμή με διαταγή να σώσει τον καρπό του έρωτά του, που βρισκόταν στα σπλάχνα της Καλλιστώς. Αυτός μεταμόρφωσε την Καλλιστώ σε αστερισμό και από τότε η μεγάλη άρκτος βρίσκεται στον ουράνιο θόλο.
Παυσανίας, «Αρκαδικά»

Οι μύθοι είναι το ελιξίριο ενός τόπου. Και οι διαφορετικοί μύθοι κάνουν έναν τόπο διαφορετικό, σχεδόν μαγικό. Στα βουνά της Αρκαδίας γεννήθηκε ο πρώτος άνθρωπος από μια αρκούδα και είχε παππού έναν λυκάνθρωπο. Είναι ο τόπος όπου οι θεοί γεννιούνται και ερωτεύονται παρέα με τις νύμφες Δρυάδες. Τώρα δεν μπορείτε να προσπεράσετε βιαστικά την Κάψια και το Λεβίδι, τρέχοντας για Βυτίνα, Δημητσάνα, Στεμνίτσα και Λαγκάδια. Και δεν είναι μόνον η πρόκληση του πανέμορφου βουνού του Πάνα και του χιονοδρομικού του κέντρου, αλλά και το οικιστικό και ξενοδοχειακό συγκρότημα «Δρυάδες», με το Μουσείο Αρκαδικής Τέχνης και Ιστορίας, ένα όνειρο ζωής για τον Γιώργο Χριστοδουλόπουλο και ένα αρκαδικό ποίημα για τον επισκέπτη.

Οι Δρυάδες, αυτές οι νύμφες των δασών του Μαινάλου, ήσαν για τους ζωγράφους και τους χαράκτες τα μοντέλα για να αποδώσουν το γυμνό γυναικείο σώμα μέσα στη φύση. Και φυσικά υπάρχουν πολλά τέτοια έργα στη συλλογή του μουσείου, καθώς στις επτά αίθουσές του παρουσιάζεται η εικαστική έκφραση της Αρκαδίας από τα χαρακτικά του 16ου αιώνα ως τα σχέδια, τους πίνακες και τα γλυπτά των σύγχρονων δημιουργών, μεταξύ των οποίων ο ζωγράφος Μίλτος Παντελιάς και η γλύπτρια Ειρήνη Γκόνου, οι οποίοι ακολούθησαν τον Παυσανία στο οδοιπορικό του τον 2ο αιώνα και περιπλανήθηκαν στους αρχέγονους μύθους, στις ιεροτελεστίες, στους βωμούς, στα ιερά, στις ιστορίες και στα ήθη των αρχαίων Αρκάδων, «ψάχνοντας εκεί-εδώ για την τοπική-ουτοπική “ευδαίμονα” Αρκαδία».